πλουτοποιός: Difference between revisions

From LSJ

ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2, $3$4 ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πλουτοποιός -όν [πλοῦτος, ποιέω] voor rijkdom zorgend, veel geld opleverend.
|elnltext=πλουτοποιός -όν [πλοῦτος, ποιέω] [[voor rijkdom zorgend]], [[veel geld opleverend]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:41, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλουτοποιός Medium diacritics: πλουτοποιός Low diacritics: πλουτοποιός Capitals: ΠΛΟΥΤΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: ploutopoiós Transliteration B: ploutopoios Transliteration C: ploutopoios Beta Code: ploutopoio/s

English (LSJ)

όν, wealthcreating, τέχνη, ἀδικία, χρῆμα, Plu.Num.16, 2.165a, Poll.3.110, cf. Vett.Val.16.20.

German (Pape)

[Seite 638] Reichthum machend, reich machend; Plut. Num. 16 u. öfter; ἀδικία, de superstit. 1; Poll. 3, 22.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui enrichit.
Étymologie: πλοῦτος, ποιέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλουτοποιός -όν [πλοῦτος, ποιέω] voor rijkdom zorgend, veel geld opleverend.

Russian (Dvoretsky)

πλουτοποιός: создающий богатство, делающий богатым (τέχνη Plut.).

Greek Monolingual

-όν, ΜΑ
1. αυτός που κάνει κάποιον πλούσιο
2. αυτός που πλουτίζει, που δημιουργεί πλούτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + -ποιός].

Greek Monotonic

πλουτοποιός: -όν, αυτός που δημιουργεί πλούτο, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

πλουτοποιός: -όν, ὁ δημιουργῶν πλοῦτον, τέχνη, ἀδικία, Πλουτ. Νουμ. 16., 2. 165Α, Πολυδ. Γ΄, 110. ― πλουτοποιία, ἡ, Εὐστ. Πονημ. 278. 69. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 151.

Middle Liddell

πλουτο-ποιός, όν
wealth-creating, Plut.