σύμπλεκτος: Difference between revisions
From LSJ
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=σύμπλεκτος -ον [συμπλέκω] in elkaar gevlochten met, met dat. | |elnltext=σύμπλεκτος -ον [συμπλέκω] [[in elkaar gevlochten met]], [[met dat]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:42, 29 November 2022
English (LSJ)
ον, plaited, LXX Ex.36.31 (39.23); twined together, ἔρνεσι AP4.1.18 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 988] zusammengeflochten, Mel. 1, 18 (IV, 1).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύμπλεκτος -ον [συμπλέκω] in elkaar gevlochten met, met dat.
Russian (Dvoretsky)
σύμπλεκτος: сплетенный вместе (τινι Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
σύμπλεκτος: -ον, ὁ ὁμοῦ συμπλεκόμενος, ἔρνεσι Ἀνθολ. Π. 4. 1, 18.
Greek Monolingual
-ον, Α συμπλέκω
1. πλεγμένος, πλεκτός («τὸ δὲ περιστόμιο τοῦ ὑποδύτου ἐν τῷ μέσῳ διυφασμένον σύμπλεκτον», ΠΔ)
2. αυτός που είναι περιπεπλεγμένος, μπερδεμένος μαζί με άλλον.