κλεψίχωλος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κλεψίχωλος -ον [κλέπτω, χωλός] de mankheid verbergend. | |elnltext=κλεψίχωλος -ον [κλέπτω, χωλός] [[de mankheid verbergend]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:49, 29 November 2022
English (LSJ)
ον, disguising lameness, Luc.Ocyp. 33.
German (Pape)
[Seite 1449] das Hinken verbergend, unmerklich hinkend, Luc. Ocyp. 33.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui dissimule sa boiterie.
Étymologie: κλέπτω, χωλός.
Russian (Dvoretsky)
κλεψίχωλος: (ῐ) скрывающий свою хромоту Luc.
Greek (Liddell-Scott)
κλεψίχωλος: -ον, κρύπτων τὴν χωλότητα αὐτοῦ, Λουκ. Ὠκύπ. 33.
Greek Monolingual
κλεψίχωλος, -ον (Α)
αυτός που κρύβει τη χωλότητά του, αυτός που χωλαίνει ανεπαίσθητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι- (< κλέπτω) + -χωλος (< χωλός), πρβλ. αμφοτερό-χωλος, κατά-χωλος. Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλεψίχωλος -ον [κλέπτω, χωλός] de mankheid verbergend.