πολυκέρδεια: Difference between revisions

From LSJ

ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πολυκέρδεια -ας, ἡ [πολυκερδής] gewiekstheid.
|elnltext=πολυκέρδεια -ας, ἡ [πολυκερδής] [[gewiekstheid]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:49, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκέρδεια Medium diacritics: πολυκέρδεια Low diacritics: πολυκέρδεια Capitals: ΠΟΛΥΚΕΡΔΕΙΑ
Transliteration A: polykérdeia Transliteration B: polykerdeia Transliteration C: polykerdeia Beta Code: poluke/rdeia

English (LSJ)

ἡ, great craft, πολυκερδείησιν Od.23.77,24.167; πολῠ-κερδία is v.l. in Adam.Phgn.2.37.

German (Pape)

[Seite 664] ἡ, große Schlauheit, List, im plur., Od. 24, 167.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυκέρδεια -ας, ἡ [πολυκερδής] gewiekstheid.

Russian (Dvoretsky)

πολυκέρδεια: ион. πολυκερδείη ἡ тонкая хитрость: πολυκερδείῃσιν Hom. с помощью хитроумнейших уловок.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκέρδεια: ἡ, μεγάλη πανουργία, πολυκερδείῃσιν Ὀδ. Ω. 167.

Greek Monolingual

και πολυκερδία, ἡ, ΝΑ πολυκερδής
η ιδιότητα του πολυκερδούς
αρχ.
η μεγάλη πανουργία («ἄλοχον πολυκερδείῃσιν ἄνωγεν τόξον μνηστήρεσσι θέμεν πολιόν τε σίδηρον», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

πολῠκέρδεια: ἡ, μεγάλη πανουργία, πολυκερδείῃσιν, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

πολῠκέρδεια, ἡ,
great craft, πολυκερδείῃσιν Od. [from πολῠκερδής]