συνομολογία: Difference between revisions
From LSJ
Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=συνομολογία -ας, ἡ [συνομολογέω] instemming. | |elnltext=συνομολογία -ας, ἡ [συνομολογέω] [[instemming]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:53, 29 November 2022
English (LSJ)
ἡ, concession, agreement, Pl.Sph.252a, Lg.966a.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνομολογία -ας, ἡ [συνομολογέω] instemming.
Russian (Dvoretsky)
συνομολογία: ἡ соглашение Plat.
Greek (Liddell-Scott)
συνομολογία: ἡ, τὸ συνομολογεῖν, παραχώρησις, συμφωνία, ταχὺ ταύτῃ τῇ συνομολογίᾳ πάντα ἀνάστατα γέγονεν Πλάτ. Σοφιστ. 252Α, Νόμ. 966Α.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ συνομολογῶ
συμφωνία, συναίνεση.
German (Pape)
ἡ, Beistimmung, Übereinkunft, Plat. Soph. 252a und öfter.