κεροφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κεροφόρος -ον [κέρας, φέρω] [[hoorndragend]].
|elnltext=κεροφόρος -ον [[[κέρας]], [[φέρω]]] [[hoorndragend]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:57, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεροφόρος Medium diacritics: κεροφόρος Low diacritics: κεροφόρος Capitals: ΚΕΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: kerophóros Transliteration B: kerophoros Transliteration C: keroforos Beta Code: kerofo/ros

English (LSJ)

ον, = κερασφόρος 1, horned, βόες E.Ba.691.

German (Pape)

[Seite 1425] = κερασφόρος, βόες, Eur. Bacch. 690.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte des cornes.
Étymologie: κέρας, φέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεροφόρος -ον [κέρας, φέρω] hoorndragend.

Russian (Dvoretsky)

κεροφόρος: носящий рога, рогатый (βόες Eur.).

Greek Monolingual

κεροφόρος, -ον (Α)
αυτός που έχει κέρατα, κερασφόρος («κεροφόρων βοῶν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρως + -φόρος (< φόρος < φέρω)].

Greek Monotonic

κεροφόρος: -ον (φέρω) = κερασφόρος, αυτός που έχει κέρατα, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

κεροφόρος: -ον, = κερασφόρος, ἔχων κέρατα, Εὐρ. Βάκχ. 691.

Middle Liddell

κερο-φόρος, ον φέρω
= κερασφόρος, horned, Eur.