δασμοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἑλλέβορον ἤδη πώποτ' ἔπιες → did you ever drink hellebore at any point, did you ever drink hellebore, have you ever taken medication for mental illness, are you mad, you are mad, what are you on

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2, $3, $4$5 ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [, $5")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=δασμοφόρος -ου, ὁ [δασμός, φέρω] [[belastingplichtig]], [[schatplichtig]], [[belasting betalend]].
|elnltext=δασμοφόρος -ου, ὁ [[[δασμός]], [[φέρω]]] [[belastingplichtig]], [[schatplichtig]], [[belasting betalend]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 14:00, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δασμοφόρος Medium diacritics: δασμοφόρος Low diacritics: δασμοφόρος Capitals: ΔΑΣΜΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: dasmophóros Transliteration B: dasmophoros Transliteration C: dasmoforos Beta Code: dasmofo/ros

English (LSJ)

ον, tributary, Hdt.3.97, etc.; δ. εἶναί τινι Id.7.51, X.Cyr.7.5.79.

Spanish (DGE)

-ον
1 tributario ἡ Περσίς χώρη Hdt.3.97
c. gen. obj. de pers. ἐς τὰς ἑωυτοῦ δασμοφόρους πόλιας Hdt.6.48
en uso pred. οὕστινας ... δασμοφόρους βουλόμεθα καταστήσασθαι X.Cyr.7.5.79, τὴν πόλιν ... δασμοφόρον ἀποφήνας D.C.74.14.3
c. dat. de la pers. de quien se es tributario πρὶν ἄν τοι Σαρδὼ ... δασμοφόρον ποιήσω Hdt.5.106, Ἰωνίην πᾶσαν ... δασμοφόρον εἶναι Πέρσῃσι Hdt.7.51
c. giro prep. de pers. ἡ ... πᾶσα (γῆ) καὶ ἦν ὑπὸ βασιλέα δ. Hdt.7.108
subst. οἱ δασμοφόροι los pueblos tributarios Hdt.6.95, Men.Prot.18.6.49.
2 δασμοφόροι· μερισταί Hsch.

German (Pape)

[Seite 523] Tribut entrichtend, zinsbar, χώρη Her. 3, 97; πόλιες 6, 48; εἶναί τινι 7, 51 u öfter; Xen. Cyr. 7, 5, 79.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tributaire : τινι de qqn.
Étymologie: δασμός, φέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δασμοφόρος -ου, ὁ [δασμός, φέρω] belastingplichtig, schatplichtig, belasting betalend.

Russian (Dvoretsky)

δασμοφόρος: обложенный данью, платящий дань Her., Xen.

Greek Monolingual

δασμοφόρος, ο (Α)
αυτός που είναι υποχρεωμένος να πληρώνει φόρο, ο υποτελής.

Greek Monotonic

δασμοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που πληρώνει φόρο, υποτελής φόρου, σε Ηρόδ., Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

δασμοφόρος: -ον, ὁ πληρώνων φόρον, ὑποτελής, Ἡρόδ. 3. 97, κτλ.· δ. εἶναί τινι ὁ αὐτ. 7. 51, Ξεν.

Middle Liddell

δασμός, φέρω
paying tribute, tributary, Hdt., Xen.