θαυμασιότης: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''θαυμᾰσιότης:''' ητος ἡ [[удивление]], [[удивленность]] (ἡ [[ἔκπληξις]] ὑπερβολὴ θαυμασιότητός, sc. ἐστιν Arst.).
|elrutext='''θαυμᾰσιότης:''' ητος ἡ [[удивление]], [[удивленность]] (ἡ [[ἔκπληξις]] ὑπερβολὴ θαυμασιότητός, ''[[sc.]]'' ἐστιν Arst.).
}}
}}

Revision as of 11:13, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαυμασιότης Medium diacritics: θαυμασιότης Low diacritics: θαυμασιότης Capitals: ΘΑΥΜΑΣΙΟΤΗΣ
Transliteration A: thaumasiótēs Transliteration B: thaumasiotēs Transliteration C: thavmasiotis Beta Code: qaumasio/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, A disposition to wonder, Hp.Morb.Sacr.1, Arist.Top.126b15. II marvellous nature or quality, ὅσα ἔχει θαυμασιότητά τινα Clearch.69. 2 as a title, ἡ σὴ θαυμασιότης = your Excellency, CIG 3467.10(Sardes, v A.D.).

German (Pape)

[Seite 1189] ητος, ἡ, Bewunderungswürdigkeit, Hippocr. – Verwunderung, Arist. Top. 4, 5 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

θαυμᾰσιότης: -ητος, ἡ, χαρακτήρ, ἰδιότης ἀξιοθαύμαστος, Ἱππ. 301. 15, Ἀριστ. Τοπ. 4. 5, 12. 2) κατὰ τοὺς χρόνους τῶν Βυζ. αὐτοκρατόρων ἦτο τίτλος, ἡ σὴ θ., ἡ ἐξοχότης σας, Συλλ. Ἐπιγρ. 3467. 10.

Russian (Dvoretsky)

θαυμᾰσιότης: ητος ἡ удивление, удивленность (ἡ ἔκπληξις ὑπερβολὴ θαυμασιότητός, sc. ἐστιν Arst.).