Μηλιάς: Difference between revisions
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''Μηλιάς:''' άδος ἡ [[Μῆλος]] (sc. γῆ) Мелосский край, т. е. остров Мелос Plut. | |elrutext='''Μηλιάς:''' άδος ἡ [[Μῆλος]] (''[[sc.]]'' γῆ) Мелосский край, т. е. остров Мелос Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:20, 30 November 2022
English (LSJ)
French (Bailly abrégé)
1άδος
adj. f.
de Mèlis.
Étymologie: Μηλίς.
2άδος
adj. f.
de Mèlos.
Étymologie: Μῆλος.
Greek Monolingual
Μηλιάς, -άδος, ἡ (Α)
1. η Μηλία γη, δηλ. είδος χώματος της νήσου Μήλου
2. στον πληθ. αἱ Μηλιάδες
α) οι νύμφες τών οπωροφόρων δένδρων, ιδίως της μηλιάς
β) οι νύμφες τών ποιμνίων
γ) οι νύμφες της θεσσαλικής χώρας Μηλίδος ή Μηλίας («πατρίαν ἄγει πρὸς αὐλὰν Μηλιάδων νυμφᾱν Σπερχειοῦ τε παρ' ὄχθας», Σοφ.)·
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μῆλον (Ι) + κατάλ. -ιάς (πρβλ. Ουραν-ιάς). Ο τ. Μηλιάδες «νύμφες τών ποιμνίων» < μῆλον (II), ενώ ο τ. Μηλιάδες «νύμφες της θεσσαλικής Μηλίδος» < Μηλίς].
Russian (Dvoretsky)
Μηλιάς: άδος ἡ Μῆλος (sc. γῆ) Мелосский край, т. е. остров Мелос Plut.