δισχιδής: Difference between revisions

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''δισχῐδής:''' [[с раздвоенным]] (расщепленным) копытом (sc. [[ζῷον]] Arst.): ἡ [[ποδότης]] δ. Arst. парнокопытность.
|elrutext='''δισχῐδής:''' [[с раздвоенным]] (расщепленным) копытом (''[[sc.]]'' [[ζῷον]] Arst.): ἡ [[ποδότης]] δ. Arst. парнокопытность.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 11:21, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δισχῐδής Medium diacritics: δισχιδής Low diacritics: δισχιδής Capitals: ΔΙΣΧΙΔΗΣ
Transliteration A: dischidḗs Transliteration B: dischidēs Transliteration C: dischidis Beta Code: disxidh/s

English (LSJ)

ές, (σχίζω) A cloven-hoofed, opp. ἀσχιδής, πολυσχιδής, Arist.HA499b9. 2 cloven, ποδότης Id.PA642b29. 3 divided, parted, κόμη Callistr.Stat.7; ὁδός Trag.Adesp.338. Adv. -δῶς Dosith.p.412K. 4 branching, of arteries, etc., Gal.UP16.10, etc.

Spanish (DGE)

(δισχῐδής) -ές
I 1dividido, hendido, partido ποδότης Arist.PA 642b29, ὁδός Trag.Adesp.338, κόμη Callistr.7
fig. (ψεῦδος) διπλοῦν ... καὶ δ. Them.Or.21.259a.
2 de pezuña hendida, patihendido τὰ τετράποδα Arist.HA 499b9.
3 medic. escindido ἀπόφυσις Gal.2.378, cf. 4.324, de un músculo, Gal.18(2).1021.
II adv. -ῶς de manera dividida Dosith.412.16.

Russian (Dvoretsky)

δισχῐδής: с раздвоенным (расщепленным) копытом (sc. ζῷον Arst.): ἡ ποδότης δ. Arst. парнокопытность.

Greek (Liddell-Scott)

δισχῐδής: -ές, (σχίζω) ὁ εἰς δύο ἐσχισμένον ἔχων τὸν ἄκρον

Greek Monolingual

-ές (AM δισχιδής, -ές)
ο σχισμένος στα δύο, διχαλωτός
αρχ.
Ι. ο χωρισμένος στα δύο
II. επίρρ. δισχιδόν
με διχασμό, με διχαλωτή μορφή.

German (Pape)

ές, zwiespältig, von den Tieren mit gespaltenen Klauen, Arist. H.A. 2.1; ὁδός B.A. 35; κόμη, gescheiteltes Haar, Callistr. stat. 7.