κάπνιος: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kapnios
|Transliteration C=kapnios
|Beta Code=ka/pnios
|Beta Code=ka/pnios
|Definition=(sc. [[ἄμπελος]]), ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> v. [[κάπνειος]]. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">κάπνιος, ἡ,</b> = [[καπνός]] 11, Gal.12.8.</span>
|Definition=(''[[sc.]]'' [[ἄμπελος]]), ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> v. [[κάπνειος]]. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">κάπνιος, ἡ,</b> = [[καπνός]] 11, Gal.12.8.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:21, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάπνιος Medium diacritics: κάπνιος Low diacritics: κάπνιος Capitals: ΚΑΠΝΙΟΣ
Transliteration A: kápnios Transliteration B: kapnios Transliteration C: kapnios Beta Code: ka/pnios

English (LSJ)

(sc. ἄμπελος), ἡ, A v. κάπνειος. II κάπνιος, ἡ, = καπνός 11, Gal.12.8.

German (Pape)

[Seite 1323] ἡ, Name einer Pflanze, fumaria, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κάπνιος: (δηλ. ἄμπελος), ἡ, εἶδος ἀμπέλου φερούσης σταφυλὰς ἐχούσας τὸ χρῶμα τοῦ καπνοῦ, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 3, 2, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 151· φέρεται κάπνεος παρ’ Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 12· κάπνεως ἐν Κώδ. Urb. τοῦ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ.. 5. 3, 1 καὶ παρ’ Ἡσύχ.· καπνία παρὰ Σουΐδ.· - πρβλ. καπνίας ΙΙ. 1. ΙΙ. κάπνιος, (καπνός Kühn), ἡ, εἶδος βοτανίου θαμνοειδοῦς, «τούτου ὁ χυλὸς δριμὺς,... δακρύων ἀγωγὸς, ὃθεν καὶ τοὔνομα εἵλκυσε» Διοσκ. 4. 110, Λατ. fumaria.

Greek Monolingual

κάπνιος, ἡ (Α)
βλ. κάπνειος.