ἐννεασύλλαβος: Difference between revisions
Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=enneasyllavos | |Transliteration C=enneasyllavos | ||
|Beta Code=e)nneasu/llabos | |Beta Code=e)nneasu/llabos | ||
|Definition=ον, [[nine-syllabled]], <span class="bibl">Steph.<span class="title">in Rh.</span>321.16</span>, <span class="title">AP</span>13.19 tit.: <b class="b3">-σύλλαβον</b> (sc. [[μέτρον]]), τό, Σαπφικόν <span class="bibl">Heph.10.2</span>. | |Definition=ον, [[nine-syllabled]], <span class="bibl">Steph.<span class="title">in Rh.</span>321.16</span>, <span class="title">AP</span>13.19 tit.: <b class="b3">-σύλλαβον</b> (''[[sc.]]'' [[μέτρον]]), τό, Σαπφικόν <span class="bibl">Heph.10.2</span>. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 11:40, 30 November 2022
English (LSJ)
ον, nine-syllabled, Steph.in Rh.321.16, AP13.19 tit.: -σύλλαβον (sc. μέτρον), τό, Σαπφικόν Heph.10.2.
Spanish (DGE)
-ον
prosod. eneasílabo de un verso sáfico, Heph.10.2, Sch.Pi.O.9 proem., de un glicónico resuelto, Sch.Pi.O.10 proem., κῶλα Steph.in Rh.321.16.
German (Pape)
[Seite 847] neunsylbig, Gramm.
Russian (Dvoretsky)
ἐννεασύλλαβος: грам., стих. девятисложный.
Greek (Liddell-Scott)
ἐννεασύλλαβος: ἔχων ἐννέα συλλαβάς, δίμετρον δὲ ὑπερκατάληκτον, τὸ καλούμενον Σαπφικὸν ἐννεασύλλαβον Ἡφαιστ. 10, 5.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἐννεασύλλαβος, -ον)
1. αυτός που αποτελείται από εννέα συλλαβές
2. το αρσ. ως ουσ. ο εννεασύλλαβος
στίχος που αποτελείται από εννέα συλλαβές
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐννεασύλλαβον (ενν. μέτρον)
το σαπφικό μέτρο (δίμετρο υπερκατάληκτο).