ἡμίσεια: Difference between revisions
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἡμίσεια:''' ἡ (sc. [[μοῖρα]]) половина (τῆς γῆς Thuc.; τοῦ τιμήματος Plat.): ἐφ᾽ ἡμισείᾳ Dem. наполовину, пополам. | |elrutext='''ἡμίσεια:''' ἡ (''[[sc.]]'' [[μοῖρα]]) половина (τῆς γῆς Thuc.; τοῦ τιμήματος Plat.): ἐφ᾽ ἡμισείᾳ Dem. наполовину, пополам. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 11:40, 30 November 2022
English (LSJ)
ἡ, ἡμίσεον, τό, ἡμίσεος, ἥμισος, v. ἥμισυς.
German (Pape)
[Seite 1170] ἡ, s. ἥμισυς.
French (Bailly abrégé)
v. ἥμισυς.
Russian (Dvoretsky)
ἡμίσεια: ἡ (sc. μοῖρα) половина (τῆς γῆς Thuc.; τοῦ τιμήματος Plat.): ἐφ᾽ ἡμισείᾳ Dem. наполовину, пополам.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίσεια: ἡ, ἡμίσεον, τό, ἴδε ἐν λ. ἥμισυς.
Greek Monolingual
η
βλ. ήμισυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. του επιθ. ήμισυς].
Greek Monotonic
ἡμίσεια: ἡ, ἡμίσεον, τό, βλ. ἥμισυς.