γλισχρότης: Difference between revisions
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γλισχρότης''': -ητος, ἡ, [[ἰδιότης]] τοῦ γλίσχρου· ἡ [[κολλητικότης]], Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 11, 2, κτλ. ΙΙ. μεταφ., [[φειδωλία]], [[μικρολογία]], [[μικροπρέπεια]], ὁ αὐτ. Πολ. 7. 5, 2. 2) ἐπὶ φιλονικιῶν ἢ συζητήσεων, [[μηδαμινότης]], [[ἀθλιότης]], Πλούτ. 2. 125Ε· πρβλ. τὸ προηγ. | |lstext='''γλισχρότης''': -ητος, ἡ, [[ἰδιότης]] τοῦ γλίσχρου· ἡ [[κολλητικότης]], Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 11, 2, κτλ. ΙΙ. μεταφ., [[φειδωλία]], [[μικρολογία]], [[μικροπρέπεια]], ὁ αὐτ. Πολ. 7. 5, 2. 2) ἐπὶ φιλονικιῶν ἢ συζητήσεων, [[μηδαμινότης]], [[ἀθλιότης]], Πλούτ. 2. 125Ε· πρβλ. τὸ προηγ. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ητος, ἡ, <i>[[Zähigkeit]], [[Klebrigkeit]]</i>, [[μυξώδης]] Arist. <i>H.A</i>. 3.11; Plut.; übertragen,<br><b class="num">a</b> <i>[[Kargheit]], Geiz</i>, Arist. <i>Pol</i>. 7.5, <span class="ggns">Gegensatz</span> [[τρυφή]].<br><b class="num">b</b> <i>Kleinlichkeitskrämerei</i>, καὶ [[μικρολογία]] Plut. <i>Them</i>. 5. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=[[γλισχρότης]] -ητος, ἡ [[γλίσχρος]] kleverigheid; overdr. gierigheid, krenterigheid. | |elnltext=[[γλισχρότης]] -ητος, ἡ [[γλίσχρος]] kleverigheid; overdr. gierigheid, krenterigheid. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 30 November 2022
English (LSJ)
ητος, ἡ, A stickiness, Arist.HA517b28, Thphr.CP1.6.4, etc.; slipperiness, Plb.26.1.14, Luc.Anach.29. II metaph., parsimony, stinginess, opp. τρυφή, Arist.Pol.1326b38; meanness, Plu. Them.5, 2.125e. 2 γλισχρότης ὀνομάτων the 'birdlime' of verbiage (as clogging the intelligence), Ph.1.146.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
1 viscosidad, substancia viscosa u oleaginosa ἔνεστι δ' ἐν τοῖς δέρμασι πᾶσι γ. μυξώδης Arist.HA 517b28, γ. χυμῶν Gal.9.745, ref. a un ungüento, Plb.26.1.14, Luc.Anach.29, Gal.17(2).46, Thphr.CP 1.6.4.
2 fig. tacañería, avaricia, mezquindad op. τρυφή Arist.Pol.1326b38, μικρολογία καὶ γ. Plu.2.125e, Them.5
•meticulosidad ὀνομάτων Ph.1.146.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
subtilité, esprit de chicane.
Étymologie: γλίσχρος.
Greek (Liddell-Scott)
γλισχρότης: -ητος, ἡ, ἰδιότης τοῦ γλίσχρου· ἡ κολλητικότης, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 11, 2, κτλ. ΙΙ. μεταφ., φειδωλία, μικρολογία, μικροπρέπεια, ὁ αὐτ. Πολ. 7. 5, 2. 2) ἐπὶ φιλονικιῶν ἢ συζητήσεων, μηδαμινότης, ἀθλιότης, Πλούτ. 2. 125Ε· πρβλ. τὸ προηγ.
German (Pape)
ητος, ἡ, Zähigkeit, Klebrigkeit, μυξώδης Arist. H.A. 3.11; Plut.; übertragen,
a Kargheit, Geiz, Arist. Pol. 7.5, Gegensatz τρυφή.
b Kleinlichkeitskrämerei, καὶ μικρολογία Plut. Them. 5.
Russian (Dvoretsky)
γλισχρότης: ητος ἡ
1 тягучесть, густота (τοῦ ἐλαίου Arst.);
2 вязкость, клейкость (μυξώδης Arst.);
3 скупость, скаредность Arst.;
4 мелочность, придирчивость (γ. καὶ μικρολογία Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γλισχρότης -ητος, ἡ γλίσχρος kleverigheid; overdr. gierigheid, krenterigheid.