διαζητέω: Difference between revisions
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαζητέω''': μέλλ. -ήσω, ζητῶ ἐπιμελῶς, [[ἐξετάζω]] ἀκριβῶς, Εὔπολ. (;) ἐν Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 2. 577, Πλάτ. Πολιτ. 258Β. ΙΙ. [[εὑρίσκω]], [[ἐφευρίσκω]], λόγους Ἀριστοφ. Θεσμ. 439. | |lstext='''διαζητέω''': μέλλ. -ήσω, ζητῶ ἐπιμελῶς, [[ἐξετάζω]] ἀκριβῶς, Εὔπολ. (;) ἐν Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 2. 577, Πλάτ. Πολιτ. 258Β. ΙΙ. [[εὑρίσκω]], [[ἐφευρίσκω]], λόγους Ἀριστοφ. Θεσμ. 439. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[durchsuchen]], [[erforschen]]</i>; τὸν πολιτικὸν ἄνδρα Plat. <i>Polit</i>. 258b; – <i>[[ersinnen]]</i>, λόγους Ar. <i>Th</i>. 432. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=δια-ζητέω nauwkeurig zoeken. | |elnltext=δια-ζητέω nauwkeurig zoeken. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:31, 30 November 2022
English (LSJ)
A search through, examine, Ar.Eq.1292, Pl.Plt.258b, etc. II seek out, invent, λόγους εὖ διεζητημένους Ar.Th. 439.
Spanish (DGE)
investigar, examinar διεζήτηχ' ὅποθεν ... ἐσθίει Κλεώνυμος Ar.Eq.1291, τὸν πολιτικὸν ἄνδρα Pl.Plt.258b, ἐντιθεὶς εἰς βάθος τὴν χεῖρα χάριν τοῦ διαζητῆσαί τι τῶν ἐν αὐτῷ Gal.18(1).552, en v. pas. λόγους ἀνηῦρεν εὖ διεζητημένους Ar.Th.439
•abs. realizar una investigación, POxy.237.8.21, PMerton 101.3 (ambos II d.C.).
Greek (Liddell-Scott)
διαζητέω: μέλλ. -ήσω, ζητῶ ἐπιμελῶς, ἐξετάζω ἀκριβῶς, Εὔπολ. (;) ἐν Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 2. 577, Πλάτ. Πολιτ. 258Β. ΙΙ. εὑρίσκω, ἐφευρίσκω, λόγους Ἀριστοφ. Θεσμ. 439.
German (Pape)
durchsuchen, erforschen; τὸν πολιτικὸν ἄνδρα Plat. Polit. 258b; – ersinnen, λόγους Ar. Th. 432.
Russian (Dvoretsky)
διαζητέω:
1 рассматривать, исследовать (τινα Plat.);
2 изыскивать, выдумывать (ποικίλους λόγους Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-ζητέω nauwkeurig zoeken.