λύθρος: Difference between revisions
Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[λύθρος]], ὁ, και [[λύθρον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[αίμα]] πηγμένο και αναμεμιγμένο με [[σκόνη]] και [[ιδρώτα]], [[λάσπη]] αίματος («εὗρεν ἔπειτ' Ὀδυσῆα [[μετὰ]] κταμένοισιν νέκυσσιν αἵματι καὶ λύθρῳ πεπαλαγμένον ὥς τε λέοντα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κηλίδα]] από τέτοιο [[αίμα]]<br /><b>3.</b> το ακάθαρτο [[αίμα]] που βρίσκεται στη [[μήτρα]] της γυναίκας (ἐκ μητρῴων λύθρων ἐξέθορε τοιοῦτος», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> (γενικά) το [[αίμα]]<br /><b>5.</b> <b>μτγν.</b> ο ιός, το [[δηλητήριο]] της ύδρας<br /><b>6.</b> <b>μτγν.</b> ο [[χυμός]] της πορφύρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[λύθρος]] [[λύθρον]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λυ</i>-([[πρβλ]]. [[λῦμα]], [[λύμη]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[θρος]] ([[πρβλ]]. <i>ὄλε</i>-[[θρος]]) ή -<i>θρον</i> ([[πρβλ]]. [[βέρεθρον]], [[μέλπηθρον]]), αντιστοίχως. Ανάμεσα στο [[ζευγάρι]] [[λύθρος]] και [[λύθρον]] [[είναι]] δύσκολο να εντοπιστεί [[ποιος]] από τους δύο τύπους προηγείται χρονικά. Είναι πιθανό [[πάντως]] να [[είναι]] [[προγενέστερος]] ο τ. [[λύθρον]], ενώ ο τ. [[λύθρος]] να</i> σχηματίστηκε αργότερα, με το εκφραστικό [[επίθημα]] -[[θρος]], [[κατά]] τα [[βρότος]] και [[ὄλεθρος]]. Το [[επίθημα]] του [[λύθρον]] εμφανίζεται στο ιλλυρικό [[τοπωνύμιο]] <i>Ludrum</i> (όπου το -<i>d</i>- του τ. αποδίδει τον δασύ ινδοευρωπαϊκό φθόγγο <i>d</i><sup>h</sup>)].<br /> <b>(II)</b><br />ο<br /><b>βοτ.</b> το [[τυπικό]] [[είδος]] της οικογένειας αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] [[λυθρίδες]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[λύθρος]], ὁ, και [[λύθρον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[αίμα]] πηγμένο και αναμεμιγμένο με [[σκόνη]] και [[ιδρώτα]], [[λάσπη]] αίματος («εὗρεν ἔπειτ' Ὀδυσῆα [[μετὰ]] κταμένοισιν νέκυσσιν αἵματι καὶ λύθρῳ πεπαλαγμένον ὥς τε λέοντα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κηλίδα]] από τέτοιο [[αίμα]]<br /><b>3.</b> το ακάθαρτο [[αίμα]] που βρίσκεται στη [[μήτρα]] της γυναίκας (ἐκ μητρῴων λύθρων ἐξέθορε τοιοῦτος», Ιπποκρ.)<br /><b>4.</b> (γενικά) το [[αίμα]]<br /><b>5.</b> <b>μτγν.</b> ο ιός, το [[δηλητήριο]] της ύδρας<br /><b>6.</b> <b>μτγν.</b> ο [[χυμός]] της πορφύρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[λύθρος]] [[λύθρον]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λυ</i>-([[πρβλ]]. [[λῦμα]], [[λύμη]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[θρος]] ([[πρβλ]]. <i>ὄλε</i>-[[θρος]]) ή -<i>θρον</i> ([[πρβλ]]. [[βέρεθρον]], [[μέλπηθρον]]), αντιστοίχως. Ανάμεσα στο [[ζευγάρι]] [[λύθρος]] και [[λύθρον]] [[είναι]] δύσκολο να εντοπιστεί [[ποιος]] από τους δύο τύπους προηγείται χρονικά. Είναι πιθανό [[πάντως]] να [[είναι]] [[προγενέστερος]] ο τ. [[λύθρον]], ενώ ο τ. [[λύθρος]] να</i> σχηματίστηκε αργότερα, με το εκφραστικό [[επίθημα]] -[[θρος]], [[κατά]] τα [[βρότος]] και [[ὄλεθρος]]. Το [[επίθημα]] του [[λύθρον]] εμφανίζεται στο ιλλυρικό [[τοπωνύμιο]] <i>Ludrum</i> (όπου το -<i>d</i>- του τ. αποδίδει τον δασύ ινδοευρωπαϊκό φθόγγο <i>d</i><sup>h</sup>)].<br /> <b>(II)</b><br />ο<br /><b>βοτ.</b> το [[τυπικό]] [[είδος]] της οικογένειας αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] [[λυθρίδες]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, = [[λύθρον]]. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 10: | Line 13: | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''λύθρος''': -ον<br />{lúthros}<br />'''Meaning''': [[geronnenes]], [[dickes Blut]]<br />'''See also''': s. [[λῦμα]].<br />'''Page''' 2,142 | |ftr='''λύθρος''': -ον<br />{lúthros}<br />'''Meaning''': [[geronnenes]], [[dickes Blut]]<br />'''See also''': s. [[λῦμα]].<br />'''Page''' 2,142 | ||
}} | }} |
Revision as of 12:34, 30 November 2022
Greek Monolingual
(I)
λύθρος, ὁ, και λύθρον, τὸ (Α)
1. αίμα πηγμένο και αναμεμιγμένο με σκόνη και ιδρώτα, λάσπη αίματος («εὗρεν ἔπειτ' Ὀδυσῆα μετὰ κταμένοισιν νέκυσσιν αἵματι καὶ λύθρῳ πεπαλαγμένον ὥς τε λέοντα», Ομ. Οδ.)
2. κηλίδα από τέτοιο αίμα
3. το ακάθαρτο αίμα που βρίσκεται στη μήτρα της γυναίκας (ἐκ μητρῴων λύθρων ἐξέθορε τοιοῦτος», Ιπποκρ.)
4. (γενικά) το αίμα
5. μτγν. ο ιός, το δηλητήριο της ύδρας
6. μτγν. ο χυμός της πορφύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. λύθρος λύθρον < θ. λυ-(πρβλ. λῦμα, λύμη) + επίθημα -θρος (πρβλ. ὄλε-θρος) ή -θρον (πρβλ. βέρεθρον, μέλπηθρον), αντιστοίχως. Ανάμεσα στο ζευγάρι λύθρος και λύθρον είναι δύσκολο να εντοπιστεί ποιος από τους δύο τύπους προηγείται χρονικά. Είναι πιθανό πάντως να είναι προγενέστερος ο τ. λύθρον, ενώ ο τ. λύθρος να σχηματίστηκε αργότερα, με το εκφραστικό επίθημα -θρος, κατά τα βρότος και ὄλεθρος. Το επίθημα του λύθρον εμφανίζεται στο ιλλυρικό τοπωνύμιο Ludrum (όπου το -d- του τ. αποδίδει τον δασύ ινδοευρωπαϊκό φθόγγο dh)].
(II)
ο
βοτ. το τυπικό είδος της οικογένειας αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών λυθρίδες.
German (Pape)
ὁ, = λύθρον.
Russian (Dvoretsky)
λύθρος: ὁ пролитая, т. е. смешавшаяся с прахом кровь, кровавая грязь (αἵματι καὶ λύθρῳ πεπαλαγμένος Hom.; λύθρου ἐμπεπλησμένος Luc.).
Frisk Etymological English
-ον Meaning: clotted, thick blood
See also: s. λῦμα.
Frisk Etymology German
λύθρος: -ον
{lúthros}
Meaning: geronnenes, dickes Blut
See also: s. λῦμα.
Page 2,142