οἴημα: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει μάτην → Ne tu labores frustra in iis, quae nil iuvant → Müh nicht umsonst mit dem, was dir nichts nützt, dich ab

Menander, Monostichoi, 508
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />haute opinion de soi-même, présomption, suffisance.<br />'''Étymologie:''' [[οἴομαι]].
|btext=ατος (τό) :<br />haute opinion de soi-même, présomption, suffisance.<br />'''Étymologie:''' [[οἴομαι]].
}}
{{pape
|ptext=τό, <i>die [[Meinung]]</i> ([[οἴομαι]]), bes. <i>die [[Meinung]], die man von sich hat, [[Eigendünkel]]</i>, καὶ ὁ [[τῦφος]], Plut. <i>de audit</i>. 4 und [[öfter]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἴημα]], τὸ (Α)<br />(γενικά)<br /><b>1.</b> [[ιδέα]], [[γνώμη]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) η [[μεγάλη]] [[ιδέα]] που έχει [[κανείς]] για τον εαυτό του, [[έπαρση]], [[αλαζονεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>οἰη</i>- του παθ. αορ. <i>οἰήθην</i> του [[οἴομαι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>].
|mltxt=[[οἴημα]], τὸ (Α)<br />(γενικά)<br /><b>1.</b> [[ιδέα]], [[γνώμη]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) η [[μεγάλη]] [[ιδέα]] που έχει [[κανείς]] για τον εαυτό του, [[έπαρση]], [[αλαζονεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>οἰη</i>- του παθ. αορ. <i>οἰήθην</i> του [[οἴομαι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>].
}}
{{pape
|ptext=τό, <i>die [[Meinung]]</i> ([[οἴομαι]]), bes. <i>die [[Meinung]], die man von sich hat, [[Eigendünkel]]</i>, καὶ ὁ [[τῦφος]], Plut. <i>de audit</i>. 4 und [[öfter]].
}}
}}

Revision as of 12:35, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἴημα Medium diacritics: οἴημα Low diacritics: οίημα Capitals: ΟΙΗΜΑ
Transliteration A: oíēma Transliteration B: oiēma Transliteration C: oiima Beta Code: oi)/hma

English (LSJ)

ατος, τό, (οἴομαι)
A opinion, D.C.Fr.12.8(pl.).
II self-conceit, οἴημα καὶ τῦφος Plu.2.39d; οἴημα καὶ ἀλαζονεία ib.43b.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
haute opinion de soi-même, présomption, suffisance.
Étymologie: οἴομαι.

German (Pape)

τό, die Meinung (οἴομαι), bes. die Meinung, die man von sich hat, Eigendünkel, καὶ ὁ τῦφος, Plut. de audit. 4 und öfter.

Russian (Dvoretsky)

οἴημα: ατος τό самомнение (οἴ. καὶ ἀλαζονεία Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

οἴημα: τό, γνώμη· ἰδίως γνώμη τινὸς περὶ ἑαυτοῦ, οἴησις, ἔπαρσις, οἴημα καὶ τῦφος Πλούτ. 2. 39D, ἔνθα ἴδε Wyttenb.· οἴημα καὶ ἀλαζονεία αὐτόθι 43Β.

Greek Monolingual

οἴημα, τὸ (Α)
(γενικά)
1. ιδέα, γνώμη
2. (ειδικά) η μεγάλη ιδέα που έχει κανείς για τον εαυτό του, έπαρση, αλαζονεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οἰη- του παθ. αορ. οἰήθην του οἴομαι + κατάλ. -μα].