τριγωνίστρια: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 15: Line 15:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=τριγωνίστρια -ας, ἡ [τρίγωνος] trigonon-speelster.
|elnltext=τριγωνίστρια -ας, ἡ [τρίγωνος] trigonon-speelster.
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>die das Tonwerkzeug [[τρίγωνον]] [[Spielende]]</i>, Luc. <i>Lexiph</i>. 8.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />[[γυναίκα]] που έπαιζε το μουσικό όργανο [[τρίγωνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρίγωνον]] «τριγωνοειδές μουσικό όργανο» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. <i>ίστρια</i> (<span style="color: red;"><</span> ρ. σε -<i>ίζω</i>)].
|mltxt=ἡ, Α<br />[[γυναίκα]] που έπαιζε το μουσικό όργανο [[τρίγωνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρίγωνον]] «τριγωνοειδές μουσικό όργανο» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. <i>ίστρια</i> (<span style="color: red;"><</span> ρ. σε -<i>ίζω</i>)].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>die das Tonwerkzeug [[τρίγωνον]] [[Spielende]]</i>, Luc. <i>Lexiph</i>. 8.
}}
}}

Revision as of 12:40, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐγωνίστρια Medium diacritics: τριγωνίστρια Low diacritics: τριγωνίστρια Capitals: ΤΡΙΓΩΝΙΣΤΡΙΑ
Transliteration A: trigōnístria Transliteration B: trigōnistria Transliteration C: trigonistria Beta Code: trigwni/stria

English (LSJ)

ἡ, a woman who plays the τρίγωνον (11.2), Luc.Lex.8.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
joueuse de harpe.
Étymologie: τρίγωνον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριγωνίστρια -ας, ἡ [τρίγωνος] trigonon-speelster.

German (Pape)

ἡ, die das Tonwerkzeug τρίγωνον Spielende, Luc. Lexiph. 8.

Russian (Dvoretsky)

τρῐγωνίστρια:играющая на тригоне, арфистка Luc.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐγωνίστρια: ἡ, γυνὴ παίζουσα τὸ τρίγωνον (ΙΙ. 2)˙ ψάλτρια τριγώνου, Λουκ. Λεξιφ. 8.

Greek Monolingual

ἡ, Α
γυναίκα που έπαιζε το μουσικό όργανο τρίγωνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγωνον «τριγωνοειδές μουσικό όργανο» + κατάλ. ίστρια (< ρ. σε -ίζω)].