ἀνελλήνιστος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[no griego]] τί τέ ἐστιν ἑλληνικὸν καὶ τί ἀνελλήνιστον S.E.<i>M</i>.1.181, cf. Phryn.299, <i>EM</i> 777.53G.
|dgtxt=-ον<br />[[no griego]] τί τέ ἐστιν ἑλληνικὸν καὶ τί ἀνελλήνιστον S.E.<i>M</i>.1.181, cf. Phryn.299, <i>EM</i> 777.53G.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[ungriechisch]]</i>, Sext.Emp.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνελλήνιστος]], -ον) [[ελληνίζω]]<br /><b>1.</b> μη [[ελληνικός]], μη [[σύμφωνος]] με τους κανόνες της Ελληνικής, [[σόλοικος]] ή [[βάρβαρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν ξέρει ή ξέρει πολύ λίγο την ελληνική [[γλώσσα]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνελλήνιστος]], -ον) [[ελληνίζω]]<br /><b>1.</b> μη [[ελληνικός]], μη [[σύμφωνος]] με τους κανόνες της Ελληνικής, [[σόλοικος]] ή [[βάρβαρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν ξέρει ή ξέρει πολύ λίγο την ελληνική [[γλώσσα]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[ungriechisch]]</i>, Sext.Emp.
}}
}}

Revision as of 12:55, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνελλήνιστος Medium diacritics: ἀνελλήνιστος Low diacritics: ανελλήνιστος Capitals: ΑΝΕΛΛΗΝΙΣΤΟΣ
Transliteration A: anellḗnistos Transliteration B: anellēnistos Transliteration C: anellinistos Beta Code: a)nellh/nistos

English (LSJ)

ον, not Grecian, S.E.M.1.181, Phryn.300, EM777.53.

Spanish (DGE)

-ον
no griego τί τέ ἐστιν ἑλληνικὸν καὶ τί ἀνελλήνιστον S.E.M.1.181, cf. Phryn.299, EM 777.53G.

German (Pape)

ungriechisch, Sext.Emp.

Russian (Dvoretsky)

ἀνελλήνιστος: Sext. = ἀνέλλην.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνελλήνιστος: -ον, ὁ μὴ Ἑλληνικός, τί τέ ἐστιν Ἑλληνικὸν καὶ τί ἀνελλήνιστον Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Γραμμ. 181, σ. 255.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνελλήνιστος, -ον) ελληνίζω
1. μη ελληνικός, μη σύμφωνος με τους κανόνες της Ελληνικής, σόλοικος ή βάρβαρος
2. αυτός που δεν ξέρει ή ξέρει πολύ λίγο την ελληνική γλώσσα.