τριετηρίς: Difference between revisions
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (Text replacement - "Bacch" to "Bacch") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=ίδος, ἡ, eigtl. bes. fem. zu [[τριέτηρος]], gew. als subst., ''[[sc.]]'' [[ἑορτή]], <i>ein dreijähriges, alle drei [[Jahre]] wiederkehrendes Fest</i>, bes. des [[Poseidon]], der Hera, des [[Bacchus]], Pind. <i>N</i>. 6.41; plur., Her. 4.108, wie Eur. <i> | |ptext=ίδος, ἡ, eigtl. bes. fem. zu [[τριέτηρος]], gew. als subst., ''[[sc.]]'' [[ἑορτή]], <i>ein dreijähriges, alle drei [[Jahre]] wiederkehrendes Fest</i>, bes. des [[Poseidon]], der Hera, des [[Bacchus]], Pind. <i>N</i>. 6.41; plur., Her. 4.108, wie Eur. <i>Bacch</i>. 133 und Plat. <i>Legg</i>. VIII.834e. – <i>Ein [[Zeitraum]] von drei Jahren</i>, ''[[sc.]]'' [[περίοδος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 11:29, 3 December 2022
English (LSJ)
(sc. ἑορτή), ίδος, ἡ, A triennial festival, i. e. celebrated every third year (inclusively), = in alternate years, Pi.N.6.40, IG22.1672.258,262, OGI51.27 (Egypt, iii B. C.), 299.17, 331.8 (both Pergam., ii B. C.), IG12(1).730.15 (Camirus, ii/i B. C.): pl., Hdt.4.108, E.Ba.133 (lyr.), Pl.Lg.834e; in full, τ. θυσίαι D.S.4.3; τ. ἑορταί Artem.4.39. 2 (sc. περίοδος) cycle or period of three (two) years, h.Hom.1.11, Arist.Pol.1308b1, IG12(1).155.50 (Rhodes, ii B. C.), PGrenf.2.69.22 (iii A. D.): so τ. ὧραι Orph.H.54.3. 3 γυναῖκες τ. celebrating the triennial festival, Opp.C.4.235.
French (Bailly abrégé)
ίδος
triennal ; ἡ τριετηρίς (ἑορτή) fête triennale.
Étymologie: τριετής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριετηρίς -ίδος, ἡ [τριέτης] tweejaarlijks feest periode van drie jaar:. διὰ τριετηρίδος om de twee jaar Aristot. Pol. 1308b1.
German (Pape)
ίδος, ἡ, eigtl. bes. fem. zu τριέτηρος, gew. als subst., sc. ἑορτή, ein dreijähriges, alle drei Jahre wiederkehrendes Fest, bes. des Poseidon, der Hera, des Bacchus, Pind. N. 6.41; plur., Her. 4.108, wie Eur. Bacch. 133 und Plat. Legg. VIII.834e. – Ein Zeitraum von drei Jahren, sc. περίοδος.
Russian (Dvoretsky)
τριετηρίς: ίδος adj. f совершаемая раз в трехлетие (θυσίαι Διονύσῳ Diod.).
ίδος ἡ
1 (sc. ἑορτή) празднество, справляемое раз в три года Pind., Her., Eur., Plat.;
2 (sc. περίοδος) трехлетие HH, Arst.
English (Slater)
τρῐετηρῐς biennial festival ἐν ἀμφικτιόνων ταυροφόνῳ τριετηρίδι (the Isthmian Games) (N. 6.40)
Greek Monotonic
τριετηρίς: (ενν. ἑορτή), -ίδος, ἡ,
1. εορτή που τελείται κάθε τρία χρόνια, σε Ηρόδ., Ευρ.
2. (ενν. περίοδος), κύκλος ή περίοδος τριών ετών, σε Ομηρ. Ύμν., Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
τριετηρίς: (ἐξυπ. ἑορτή), ίδος, ἡ, κατὰ τριετίαν τελουμένη ἑορτή, μάλιστα τοῦ Διονύσου, ἀλλὰ καὶ τοῦ Ποσειδῶνος, τῆς Ἥρας καὶ ἄλλων θεοτήτων, ἐν τῷ ἑνικῷ, Πινδ. Ν. 6. 69· ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 4. 108, Εὐρ. Βάκχ. 133, Πλάτ. Νόμ. 834Ε. 2) (ἐξυπακουομένου τοῦ περίοδος), κύκλος ἢ περίοδος τριῶν ἐτῶν, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 8, 10· - οὕτω, τ. ὧραι Ὀρφ. Ὕμν. 53. 3· τ. θυσίαι Διόδ. 4. 3. 3) γυναῖκες τ., ἑορτάζουσαι τὴν τριετηρίδα, Ὀππ. Κυνηγ. 4. 235· ἀνθ’ οὗ ὁ Ἐπιφάνιος ἔχει τριετηρῖτις, ἡ.
Middle Liddell
1. (sc. ἑορτή) a triennial festival, Hdt., Eur.
2. (sub. περίοδοσ), a period of three years, Hhymn., Arist.