Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παχύστομος: Difference between revisions

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> <i>au pr.</i> <b>1</b> qui a une large ouverture (huître);<br /><b>2</b> au bord épais <i>en parl. d'un vase</i>;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> dont la parole est épaisse <i>ou</i> rude.<br />'''Étymologie:''' [[παχύς]], [[στόμα]].
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> <i>au pr.</i> <b>1</b> qui a une large ouverture (huître);<br /><b>2</b> [[au bord épais]] <i>en parl. d'un vase</i>;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> dont la parole est épaisse <i>ou</i> rude.<br />'''Étymologie:''' [[παχύς]], [[στόμα]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 14:27, 6 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰχύστομος Medium diacritics: παχύστομος Low diacritics: παχύστομος Capitals: ΠΑΧΥΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: pachýstomos Transliteration B: pachystomos Transliteration C: pachystomos Beta Code: paxu/stomos

English (LSJ)

ον, A thick at the brim, κώθων Henioch.1; with a large mouth, of the oyster, Arist.Fr.304. II metaph., speaking with a broad accent, π. ἢ τραχύστομοι, of the Κᾶρες βαρβαρόφωνοι, Str.14.2.28:—hence παχυστομέω, παχυστομία, ibid.

German (Pape)

[Seite 540] 1) mit dickem od. breitem Munde von einem Pokale mit breitem, lippenähnlichem Rande oder weiter Mündung, Henioch. bei Athen XI, 483 e. – 2) übertragen: breit, grob aussprechend, Strab.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. au pr. 1 qui a une large ouverture (huître);
2 au bord épais en parl. d'un vase;
II. fig. dont la parole est épaisse ou rude.
Étymologie: παχύς, στόμα.

Russian (Dvoretsky)

πᾰχύστομος: широкоротый, т. е. с широким отверстием (ὄστρεον Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

πᾰχύστομος: -ον, ὁ κατὰ τὸ στόμα, τὸ χεῖλος παχύς, ἴδε ἐν λ. κώθων· - ὁ ἔχων μέγα στόμα, ἐπὶ τοῦ ὀστρέου, τὸ δὲ ὄστρεον παχύστομον δίθυρον καὶ λειόστρακον Ἀριστ. Ἀποσπ. 287. ΙΙ. μεταφορ., ὁ προφέρων τὰς λέξεις μετὰ παχείας τραχύτητος, ἐπὶ τῶν δυσεκφόρως καὶ σκληρῶς καὶ τραχέως λαλούντων, καὶ μάλιστα ἐπὶ βαρβάρων, παχυστόμους καὶ τραχυστόμους Στράβ. 662, πρβλ. Εὐστ. 367. 30· - ἐντεῦθεν παχυστομέω, παχυστομία, Στράβ. ἔνθ’ ἀνωτ.

Greek Monolingual

-η, -ο / παχύστομος, -ον, ΝΑ
1. (για φιάλη) αυτός που έχει πλατύ και χειλοειδές στόμιο, πλατύστομος
2. (για πρόσ.) μτφ. (ιδίως για βαρβάρους) αυτός που προφέρει τις λέξεις με παχιά, τραχιά προφορά
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) αυτός που έχει πλατύ στόμα με σαρκώδη χείλη
2. (για ζώα) πλατύστομος, αυτός που έχει πλατύ και χειλοειδές στόμα
αρχ.
(για μαλάκια) αυτός που έχει μεγάλο στόμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + -στομος (< στόμα), πρβλ. λεπτό-στομος].

Greek Monotonic

πᾰχύστομος: -ον, αυτός που μιλάει χοντροκομμένα ή απότομα, σε Στράβ.

Middle Liddell

πᾰχύ-στομος, ον,
speaking broad or roughly, Strab.