καθελκύω: Difference between revisions

From LSJ

μὴ εἴπῃς ὠς οὐκ ἔστι Ζεύς → don't say that there is no Zeus

Source
(2b)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> καθελκύσω, <i>ao.</i> καθείλκυσα, <i>pf.</i> καθείλκυκα, <i>pqp.</i> καθειλκύκειν;<br /><i>Pass. ao.</i> καθειλκύσθην, <i>pf.</i> καθείλκυσμαι;<br />tirer de haut en bas, faire descendre en tirant, <i>acc. ; en parl. de vaisseaux</i> amener à la mer, mettre à flot.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἑλκύω]].
|btext=<i>f.</i> καθελκύσω, <i>ao.</i> καθείλκυσα, <i>pf.</i> καθείλκυκα, <i>pqp.</i> καθειλκύκειν;<br /><i>Pass. ao.</i> καθειλκύσθην, <i>pf.</i> καθείλκυσμαι;<br />tirer de haut en bas, faire descendre en tirant, <i>acc. ; en parl. de vaisseaux</i> [[amener à la mer]], [[mettre à flot]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἑλκύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Latest revision as of 14:40, 6 December 2022

German (Pape)

[Seite 1283] (s. ἑλκύω), = Folgdm; im aor. act., καθελκύσαντες τὰς ναῦς, Thuc. 2, 93; Xen. Hell. 1, 1, 3; καθειλκύκει Dem. 5, 12; pass., τῶν νεῶν κατελκυσθεισέων ἐς τὴν θάλασσαν, Her. 7, 100; perf., σκέλη (der Mauern) καθείλκυσται, sind nach dem Meere hingezogen, Strab. VIII, 380.

French (Bailly abrégé)

f. καθελκύσω, ao. καθείλκυσα, pf. καθείλκυκα, pqp. καθειλκύκειν;
Pass. ao. καθειλκύσθην, pf. καθείλκυσμαι;
tirer de haut en bas, faire descendre en tirant, acc. ; en parl. de vaisseaux amener à la mer, mettre à flot.
Étymologie: κατά, ἑλκύω.

Greek Monolingual

σύρω καινούργιο ή επισκευασμένο πλοίο από τις εσχάρες ναυπηγείου προς τη θάλασσα, κάνω καθέλκυση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἑλκύω (βλ. λ. έλκω)].

Russian (Dvoretsky)

κᾰθελκύω: ион. κατελκύω (aor. pass. καθειλκύσθην, pf. med. и pass. καθείλκυσμαι) стаскивать, спускать (преимущ. на воду) (τὰς ναῦς, ναυτικόν Thuc.; πλοῖον Isocr.; ναῦς Arph.): τῶν νεῶν κατελκυσθεισέων ἐς τὴν θάλασσαν Her. когда корабли были спущены на воду.