Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀμφιδέαι: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")
m (Text replacement - "αἱ" to "αἱ")
 
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῶν ([[αἱ]]) :<br /><b>1</b> [[bracelet]], [[anneau]];<br /><b>2</b> [[chaîne pour fermer une porte]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[δέω]]¹.<br /><i><b>Syn.</b></i> [[βραχιονιστήρ]], [[κρίκος]], περιβραχιόνιον, [[περίχειρον]], [[σφιγγίον]], [[ψέλιον]].
|btext=ῶν (αἱ) :<br /><b>1</b> [[bracelet]], [[anneau]];<br /><b>2</b> [[chaîne pour fermer une porte]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[δέω]]¹.<br /><i><b>Syn.</b></i> [[βραχιονιστήρ]], [[κρίκος]], περιβραχιόνιον, [[περίχειρον]], [[σφιγγίον]], [[ψέλιον]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 09:51, 10 December 2022

French (Bailly abrégé)

ῶν (αἱ) :
1 bracelet, anneau;
2 chaîne pour fermer une porte.
Étymologie: ἀμφί, δέω¹.
Syn. βραχιονιστήρ, κρίκος, περιβραχιόνιον, περίχειρον, σφιγγίον, ψέλιον.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιδέαι: ῶν αἱ браслеты, запястья Her., Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιδέαι: -αἱ, πᾶν ὅ,τι περιδέει ἢ περιδέεται, περιβραχιόνιον, περισφύριον, Ἡρόδ. 2. 69, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 11, Συλλ. Ἐπιγρ. 150. 26· ἀλλ’ ὡσαύτως οὐδ. ἀμφίδεα, τά, αὐτόθι 17. 151. 7· (ὁ Βοίκχιος γράφει ἀμφιδεαῖ, -δεᾶ): ὁ Ἡσύχιος λέγει: «ἀμφιδέαι, ψέλλια, κρίκοι, δακτύλιοι.» 2) οἱ σιδηροῖ κρίκοι, Λατ. armillae, δι’ ὧν τὰ φύλλα τῶν θυρῶν προσηρμόζοντο καὶ ἐστηρίζοντο ἐπὶ τῶν στροφέων «ῥιζέδων», Λυσ. παρ’ Ἁρποκρ., πρβλ. Ἰουδεν. 3. 304: ἀνφιδέαι σιδηραῖ στρογγύλαι ἀπὸ κλείθρου τέτταρες Βοίκχ. ἐν Ἐπιγρ. Ναυτ. σ. 409. 3) τὰ ἀμφίδεα, τὰ χείλη τῆς μήτρας, Ἱππ. 610. 42, «ἀμφίδεον, τοῦ στόματος τῆς μήτρας τὸ ἐν κύκλῳ ἄκρον… κατὰ μεταφορὰν ἀπὸ τῶν γυναικείων ψελλίων», Γαλην. Λεξ.

Greek Monotonic

ἀμφιδέαι: αἱ (δέω Α), πράγματα δεμένα γύρω από κάτι, περιβραχιόνια ή μπρασελέδες, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

[δέω A]
things bound round, bracelets or anklets, Hdt.