ἀναφάλαντος: Difference between revisions
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX") |
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναφάλαντος''': -ον, ὁ, ἔχων ἄτριχον τὸ [[ὑπεράνω]] τοῦ μετώπου [[μέρος]] τῆς κεφαλῆς, «ἐὰν δὲ κατὰ [[πρόσωπον]] μαδήσῃ ἡ κεφαλὴ | |lstext='''ἀναφάλαντος''': -ον, ὁ, ἔχων ἄτριχον τὸ [[ὑπεράνω]] τοῦ μετώπου [[μέρος]] τῆς κεφαλῆς, «ἐὰν δὲ κατὰ [[πρόσωπον]] μαδήσῃ ἡ κεφαλὴ αὐτοῦ, ἀναφάλαντός ἐστιν» Ἑβδ. (Λευϊτ. ιγ΄, 41). - ἀναφάλας, ὁ, Μαλαλ.: ἴδε Δουκάγγ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀναφάλαντος]], -ον (Α)<br />[[φαλακρός]], [[άτριχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ανα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φάλανθος]] «[[φαλακρός]]»]. | |mltxt=[[ἀναφάλαντος]], -ον (Α)<br />[[φαλακρός]], [[άτριχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ανα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φάλανθος]] «[[φαλακρός]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:34, 11 December 2022
English (LSJ)
ον, forehead-bald, LXX Le.13.41, freq. in Pap., PPar.5.1.5 (ii B.C.), etc.:—ἀναφαλάντ-ανθος, PPetr.1p.54 (iii B.C.), etc.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): -ανθος PPetr.1.19.4, 5, 7 (III a.C.), BGU 1971.27 (II a.C.), PAdl.5.2.10 (II a.C.); -ανδός A.Petr.et Paul.9, 21; ἀναφάλας Io.Mal.Chron.5.106, 10.256, Tz.Alleg.Il.p.47.9
calvo por delante, con entradas, PCair.Zen.347.1 (III a.C.), PPar.5.1.5 (II a.C.), PSI 1131.6 (I d.C.), LXX Le.13.41.
German (Pape)
[Seite 213] mit kahlem Vorderkopfe, Sp.; LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναφάλαντος: -ον, ὁ, ἔχων ἄτριχον τὸ ὑπεράνω τοῦ μετώπου μέρος τῆς κεφαλῆς, «ἐὰν δὲ κατὰ πρόσωπον μαδήσῃ ἡ κεφαλὴ αὐτοῦ, ἀναφάλαντός ἐστιν» Ἑβδ. (Λευϊτ. ιγ΄, 41). - ἀναφάλας, ὁ, Μαλαλ.: ἴδε Δουκάγγ.
Greek Monolingual
ἀναφάλαντος, -ον (Α)
φαλακρός, άτριχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + φάλανθος «φαλακρός»].