ἑλκτικός: Difference between revisions

From LSJ

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui a la propriété de tirer, d’attirer.<br />'''Étymologie:''' [[ἕλκω]].
|btext=ή, όν :<br />qui a la propriété de tirer, d'attirer.<br />'''Étymologie:''' [[ἕλκω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 22:45, 11 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑλκτικός Medium diacritics: ἑλκτικός Low diacritics: ελκτικός Capitals: ΕΛΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: helktikós Transliteration B: helktikos Transliteration C: elktikos Beta Code: e(lktiko/s

English (LSJ)

ή, όν, fit for drawing, attractive, πρός τι ib.523a, cf. Thphr.CP3.17.3 (Comp.), Ael.NA 17.6.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
capaz de arrastrar o atraer sent. fís. τὸ σπλάγχνον ... ἑλκτικόν ref. al corazón, Hp.Cord.8, cf. Steph.in Hp.Progn.170.21, τοῦ θρεπτικοῦ φυσικαὶ δυνάμεις εἰσὶ τέσσαρες, ἑλκτικὴ καθεκτικὴ ἀλλοιωτικὴ ἀποκριτική Nemes.Nat.Hom.23, cf. Phlp.Aet.319.3, c. gen. δύναμις ... ἑλκτικὴ τῶν οἰκείων Gal.4.534, ἑλκτικὴ τῆς ἐν τῷ βάθει νοτίδος ... ἐστιν ἡ συκῆ Gr.Nyss.Hom.in Cant.154.20
sent. intelectual capaz de atraer hacia gener. c. πρός y ac. μάθημα ... ἑ. ... πρὸς οὐσίαν Pl.R.523a, ἑλκτικαῖς ἡδονῶν περιαγωγαῖς πρὸς ἀκρασίαν Meth.Res.2.1, πρὸς ἡδονὰς ὢν ἑ. (νόμος) Meth.Res.2.6, ἐπαοιδαὶ ... ἑλκτικαί Ael.NA 17.6.

German (Pape)

[Seite 799] zum Ziehen gehörig, hinziehend; πρὸς οὐσίαν ἑλκ. (μάθημα) Plat. Rep. VII, 523 a; Sp., wie Ael. H. A. 17, 6, ἐπαοιδαί.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui a la propriété de tirer, d'attirer.
Étymologie: ἕλκω.

Russian (Dvoretsky)

ἑλκτικός: тянущий, влекущий (πρός τι Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἑλκτικός: -ή, -όν, κατάλληλος ὅπως ἑλκύσῃ, ἑλκυστικός, Πλάτ. Πολ. 523Α, Αἰλ. π. Ζ. 17. 6.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἑλκτικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έλξη, που έχει τη δύναμη να έλκει.

Greek Monotonic

ἑλκτικός: -ή, -όν (ἕλκω), αυτός που έλκει, που τραβά, ελκυστικός, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἑλκτικός, ή, όν ἕλκω
fit for drawing, attractive, Plat.