ἀβρίξ: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political
m (LSJ2 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=avriks | |Transliteration C=avriks | ||
|Beta Code=a)bri/c | |Beta Code=a)bri/c | ||
|Definition=v. [[ἄβρικτος]]. | |Definition=[[watchfully]]; v. [[ἄβρικτος]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:45, 23 December 2022
English (LSJ)
watchfully; v. ἄβρικτος.
German (Pape)
[Seite 4] (βρίζω), schlaflos, munter, Eur. Rhes. 736, nach Musgr. Emend. für ἄβριζε.
Greek (Liddell-Scott)
ἀβρίξ: «ἐγρηγόρως», Ἡσύχ. Ἔν τισι παλαιαῖς ἐκδόσεσι τοῦ Εὐριπίδου ἐφέρετο ἡ λέξις ἀβρίξ, ἀλλ’ αἱ νεώτεραι ἐκδόσεις διορθοῦσι τὸ χωρίον ἐν ᾧ εὑρίσκετο: «σίγα πᾶς, ὑφιζ’· ἴσως γὰρ εἰς βόλον τις ἔρχεται». Εὐρ. Ρῆσ. 730. Ἐκδ. Γ. Δινδορφίου, ἴδ. καὶ τὴν τοῦ F. A. Paley London. 1872.