σαβάζω: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=briser.<br />'''Étymologie:''' DELG -.
|btext=[[briser]].<br />'''Étymologie:''' DELG -.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και σαββάζω Α [[Σαβάζιος]]<br />[[συμμετέχω]] στην [[εορτή]] του Σαβαζίου, στα [[Σαβάζια]] μυστήρια.<br /> <b>(II)</b><br />Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σαβάξας<br />διασκεδάσας, διασαλεύσας».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για μετονοματικό παρ. του επιθ. [[σαβακός]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />και σαββάζω Α [[Σαβάζιος]]<br />[[συμμετέχω]] στην [[εορτή]] του Σαβαζίου, στα [[Σαβάζια]] μυστήρια.<br /> <b>(II)</b><br />Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σαβάξας<br />διασκεδάσας, διασαλεύσας».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για μετονοματικό παρ. του επιθ. [[σαβακός]].
}}
}}

Revision as of 11:55, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰβάζω Medium diacritics: σαβάζω Low diacritics: σαβάζω Capitals: ΣΑΒΑΖΩ
Transliteration A: sabázō Transliteration B: sabazō Transliteration C: savazo Beta Code: saba/zw

English (LSJ)

shake violently, scatter, in aor. part. σαβάξας, Hsch., Phot.

German (Pape)

[Seite 856] zerbrechen, zertrümmern, Hesych. Vgl. σαβάκτης. das Fest des Sabazios od. Bacchus begehen, übh. sich bacchantisch gebehrden, VLL.

French (Bailly abrégé)

briser.
Étymologie: DELG -.

Greek Monolingual

(I)
και σαββάζω Α Σαβάζιος
συμμετέχω στην εορτή του Σαβαζίου, στα Σαβάζια μυστήρια.
(II)
Α
(κατά τον Ησύχ.) «σαβάξας
διασκεδάσας, διασαλεύσας».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μετονοματικό παρ. του επιθ. σαβακός.