ἐκχρηματίζομαι: Difference between revisions
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
m (Text replacement - "Étymologie:''' ἐκ," to "Étymologie:''' ἐκ,") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1.<br") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=extorquer de l'argent.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[χρηματίζω]]. | |btext=[[extorquer de l'argent]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[χρηματίζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 12:15, 8 January 2023
English (LSJ)
squeeze money from, levy contributions on, τινά Th.8.87, D.C.53.10.
Spanish (DGE)
sacar el dinero mediante extorsión ἵνα τοὺς Φοίνικας ... ἐκχρηματίσαιτο ἀφείς para sacar dinero a los fenicios por dejarles ir Th.8.87, τοὺς μὲν συμμάχους ... μήθ' ὑβρίζετε μήτε ἐκχρηματίζεσθε D.C.53.10.5.
German (Pape)
[Seite 787] Geld erpressen, τινά, von Einem; Thuc. 8, 87; D. Cass. 53, 10.
French (Bailly abrégé)
extorquer de l'argent.
Étymologie: ἐκ, χρηματίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκχρημᾰτίζομαι: вымогать деньги, вынуждать платить (τινα Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκχρηματίζομαι: ἀποθ., πράττομαι ἀργύριον, λαμβάνω χρήματα, ἀργυρολοῶ, τινὰ Θουκ. 8. 87. Δίων Κ. 53. 10.
Greek Monolingual
ἐκχρηματίζομαι (Α)
1. χρηματίζομαι σε βάρος άλλου, πιέζοντας κάποιον του παίρνω χρήματα, αργυρολογώ
2. εισπράττω συνεισφορές.
Greek Monotonic
ἐκχρηματίζομαι: αποθ., αποσπώ χρήματα, εισπράττω εισφορές, φορολογώ, τινα, σε Θουκ.
Middle Liddell
Dep. to squeeze money from, levy contributions on, τινα Thuc.