φιλοποίμνιος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />ami des troupeaux.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[ποίμνιον]].
|btext=ος, ον :<br />[[ami des troupeaux]].<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[ποίμνιον]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 12:45, 8 January 2023

German (Pape)

[Seite 1283] die Heerde liebend, κύων, Theocr. 5, 106.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ami des troupeaux.
Étymologie: φίλος, ποίμνιον.

Russian (Dvoretsky)

φιλοποίμνιος: любящий, т. е. заботливо охраняющий стадо (κύων Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοποίμνιος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸ ποίμνιον, κύων φιλοποίμνιος Θεόκρ. 5. 106.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αγαπά το ποίμνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ποίμνιος (< ποίμνη «κοπάδι προβάτων»)].

Greek Monotonic

φῐλοποίμνιος: -ον (ποίμνη), αυτός που αγαπά το ποίμνιο (πλήθος πιστών), σε Θεόκρ.

Middle Liddell

φῐλο-ποίμνιος, ον, ποίμνη
loving the flock, Theocr.