βιοστερής: Difference between revisions
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />privé de ressources pour vivre.<br />'''Étymologie:''' [[βίος]], [[στερέω]]. | |btext=ής, ές :<br />[[privé de ressources pour vivre]].<br />'''Étymologie:''' [[βίος]], [[στερέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 13:15, 8 January 2023
English (LSJ)
ές, reft of the means of life, S.OC747.
Spanish (DGE)
-ές privado de medios de vida S.OC 747.
German (Pape)
[Seite 445] ές, des Lebensunterhaltes beraubt, Soph. O. C. 851.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
privé de ressources pour vivre.
Étymologie: βίος, στερέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βιοστερής -ές βίος, στερέω van levensonderhoud beroofd.
Russian (Dvoretsky)
βιοστερής: лишенный средств к жизни Soph.
Greek Monolingual
βιοστερής, -ές (Α)
αυτός που δεν έχει πόρους ζωής, ο στερημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + -στερής «στέρομαι «στερούμαι»].
Greek Monotonic
βιοστερής: -ές (στερέω), αυτός που στερείται τα μέσα της ζωής, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
βιοστερής: -ές, ὁ στερούμενος ἢ στερηθεὶς μέσων τῆς ζωῆς, Σοφ. Ο. Κ. 747· πρβλ. βίος ΙΙ.