εὔκρηνος: Difference between revisions
From LSJ
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />aux belles sources.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κρήνη]]. | |btext=ος, ον :<br />[[aux belles sources]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κρήνη]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:23, 8 January 2023
English (LSJ)
Ep. also ἐΰκρηνος-, ον, (κρήνη) well-watered, πέτρη APl.4.230 (Leon.); with fair fountains, πτολίεθρον Call.Aet.3.1.72.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux belles sources.
Étymologie: εὖ, κρήνη.
Greek (Liddell-Scott)
εὔκρηνος: -ον, (κρήνη) ἔχων κρήνας ὡραίας, καλοὺς πίδακας, καλῶς ἀρδευόμενος, Ἀνθ. Πλαν. 4. 330.
Greek Monolingual
εὔκρηνος, -ον, επικ. τ. ἐΰκρηνος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ωραίες κρήνες, βρύσες
2. αυτός που αρδεύεται καλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κρηνος (< κρήνη), πρβλ. αγχίκρηνος, καλλίκρηνος].
Greek Monotonic
εὔκρηνος: -ον (κρήνη), αυτός που ποτίζεται, αρδεύεται καλά, σε Ανθ.