κοπροφόρος: Difference between revisions
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui sert à porter du fumier.<br />'''Étymologie:''' [[κόπρος]], [[φέρω]]. | |btext=ος, ον :<br />[[qui sert à porter du fumier]].<br />'''Étymologie:''' [[κόπρος]], [[φέρω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 13:40, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, carrying dung, Poll.7.134; ὄνος Id.1.226; κόφινος κ. dung-basket, X.Mem.3.8.6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui sert à porter du fumier.
Étymologie: κόπρος, φέρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοπροφόρος -ον [κόπρος, φέρω] mest vervoerend:. κόφινος κ. mestmand Xen. Mem. 3.8.6.
German (Pape)
Mist tragend; κόφινος, Mistkorb, Xen. Mem. 3.8.6; Poll. 7.134; ὄνος 1.226.
Russian (Dvoretsky)
κοπροφόρος: служащий для переноски навоза (κόφινος Xen.).
Greek Monolingual
κοπροφόρος, -ον (Α)
αυτός που μεταφέρει κοπριά ή αυτός με τον οποίο μεταφέρεται η κοπριά («κόφινος κοπροφόρος», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -φόρος (< φέρω)].
Greek Monotonic
κοπροφόρος: -ον (φέρω), αυτός που κουβαλά κοπριά· κόφινος κ., κοφίνι με κοπριά, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
κοπροφόρος: -ον, φέρων, μεταφέρων κόπρον, ὄνος Πολυδ. Ζ΄, 134· κόφινος κ., πλήρης κόπρου, Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 6.
Middle Liddell
κοπρο-φόρος, ον φέρω
carrying dung; κόφινος κ. a dung- basket, Xen.