σφηνοκέφαλος: Difference between revisions

From LSJ

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à tête pointue.<br />'''Étymologie:''' [[σφήν]], [[κεφαλή]].
|btext=ος, ον :<br />[[à tête pointue]].<br />'''Étymologie:''' [[σφήν]], [[κεφαλή]].
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:55, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφηνοκέφᾰλος Medium diacritics: σφηνοκέφαλος Low diacritics: σφηνοκέφαλος Capitals: ΣΦΗΝΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: sphēnoképhalos Transliteration B: sphēnokephalos Transliteration C: sfinokefalos Beta Code: sfhnoke/falos

English (LSJ)

ον, with wedgeshaped or peaked head, Str.2.1.9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à tête pointue.
Étymologie: σφήν, κεφαλή.

Greek (Liddell-Scott)

σφηνοκέφᾰλος: -ον, ὁ ἔχων κεφαλὴν σφηνοειδῆ ἢ εἰς ὀξὺ ἀπολήγουσαν, Πᾶνας σφηνοκεφάλους Στράβ. 70.

Greek Monolingual

-η, -ο / σφηνοκέφαλος, -ον, ΝΑ
αυτός του οποίου το κεφάλι έχει σχήμα σφήνας, δηλαδή είναι επίμηκες και πεπλατυσμένο στα πλάγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφήν, -ηνός «σφήνα» + -κέφαλος (< κεφαλή)].

Greek Monotonic

σφηνοκέφαλος: -ον (κεφαλή), αυτός που έχει σφηνοειδές, τριγωνικό, μυτερό κεφάλι, σε Στράβ.

Middle Liddell

σφηνο-κέφᾰλος, ον, κεφαλή
with peaked head, Strab.

German (Pape)

mit kegelförmigem Kopfe, spitzköpfig, Strab. 2.1.9.