συμμονή: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />séjour en commun.<br />'''Étymologie:''' [[συμμένω]]. | |btext=ῆς (ἡ) :<br />[[séjour en commun]].<br />'''Étymologie:''' [[συμμένω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 14:55, 8 January 2023
English (LSJ)
ἡ, holding together, coherence, permanence, [τοῦ κόσμου] Chrysipp.Stoic.2.173; [αἱ ψυχαὶ] τῷ σώματι συμμονῆς ἦσαν αἴτιαι ib. 321; holding together of the divine order, M.Ant.5.8; σ. τῶν σπερμάτων preservation, Dsc.Prooem.9; living together, Muson.Fr.13A p.68H.; in Gramm., close connection, τῶν πτώσεων A.D.Adv.202.5.
German (Pape)
[Seite 983] ἡ, das Zusammenbleiben, -leben; Plut. de stoic. repugn. 46; S. Emp. adv. phys. 1, 72.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
séjour en commun.
Étymologie: συμμένω.
Russian (Dvoretsky)
συμμονή: ἡ сплоченность, связность, сцепление Plut., Sext.
Greek (Liddell-Scott)
συμμονή: ἡ, τὸ παραμένειν ὁμοῦ, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1054F, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 72, κτλ.· τὸ ὁμοῦ ζῆν, Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 425. 20.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. παραμονή μαζί με κάποιον άλλο
2. γραμμ. άμεση σχέση
3. το να διατηρείται ή να διαφυλάσσεται κάτι μαζί με κάτι άλλο
4. το να περιέχεται ή να περιλαμβάνεται κάτι μέσα σε κάτι άλλο
5. συμβίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -μονή (< μένω), πρβλ. ἐμ-μονή, προσ-μονή.