ἑπτάφωνος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br") |
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /> | |btext=ος, ον :<br />[[qui répercute sept fois]].<br />'''Étymologie:''' [[ἑπτά]], [[φωνή]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 17:32, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, seven-voiced, στοά, of a colonnade with a sevenfold echo at Olympia, Plu.2.502d, Luc.Peregr.40, Plin.HN36.100.
German (Pape)
[Seite 1013] siebenstimmig, -tönig, στοά, ein Säulengang zu Olympia mit siebenfachem Echo, Luc. Peregr. 40; vgl. Paus. 6, 21, 16.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui répercute sept fois.
Étymologie: ἑπτά, φωνή.
Russian (Dvoretsky)
ἑπτάφωνος: семизвучный, т. е. дающий семикратное эхо (στοά Luc., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑπτάφωνος: -ον, ἔχων ἑπτὰ φωνάς, περὶ στοᾶς τινος ἐν Ὀλυμπίᾳ παρεχούσης ἑπταπλῆν ἠχώ, Πλούτ. 2. 502D, Λουκ. Περεγρ. 40, πρβλ. Πλίν. 36. 15.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἑπτάφωνος, -ον)
μσν.- νεοελλ.
φρ. «ἑπτάφωνος ἦχος», «ἑπτάφωνος βαρύς», «ἑπτάφωνος πλάγιος του τετάρτου» — κλάδος ήχου που αρχίζει από την άνω αντιφωνία της βάσης του και καταλήγει στην κάτω
αρχ.
φρ. «ἑπτάφωνος στοά» — στοά στην αρχαία Ολυμπία με επταπλή ηχώ.
Greek Monotonic
ἑπτάφωνος: -ον (φωνή), αυτός που έχει εφτά φωνές, σε Λουκ.