ὑΐδιον: Difference between revisions
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br") |
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br /> | |btext=ου (τό) :<br />[[petit cochon]].<br />'''Étymologie:''' [[ὗς]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 17:39, 8 January 2023
English (LSJ)
(A), τό, Dim. of ὗς, X.Mem.1.2.30 codd., IG12.38.12 (prob.); A v. ὕδιον.
ὑΐδιον (B), τό, Dim. of υἱός, Ar.V.1356 (so cod. R, not υἱίδιον).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit cochon.
Étymologie: ὗς.
Russian (Dvoretsky)
ὑΐδιον:
I и υἵδιον τό υἱός сынок, сыночек Arph.
II τό [ὗς] свинка, поросенок Xen.
Greek (Liddell-Scott)
ὑΐδιον: (ἢ ὑἵδιον), τό, ὑποκορ. τοῦ ὗς, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 30.
Greek Monolingual
(I)
και υἵδιον και υἱίδιον, τὸ, Α υἱός
υποκορ. μικρός γιος.
(II)
τὸ, Α ὗς
υποκορ. μικρός χοίρος.
Greek Monotonic
ὑΐδιον: τό,
I. υποκορ. του ὗς, σε Ξεν. II.ὑΐδιον, τό, υποκορ. του υἱός, σε Αριστοφ.