δακτυλόδεικτος: Difference between revisions

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, .<br")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />que l'on montre du doigt, célèbre.<br />'''Étymologie:''' [[δάκτυλος]], [[δείκνυμι]].
|btext=ος, ον :<br />[[que l'on montre du doigt]], [[célèbre]].<br />'''Étymologie:''' [[δάκτυλος]], [[δείκνυμι]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 18:05, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακτῠλόδεικτος Medium diacritics: δακτυλόδεικτος Low diacritics: δακτυλόδεικτος Capitals: ΔΑΚΤΥΛΟΔΕΙΚΤΟΣ
Transliteration A: daktylódeiktos Transliteration B: daktylodeiktos Transliteration C: daktylodeiktos Beta Code: daktulo/deiktos

English (LSJ)

ον, pointed at with the finger, μέλαθρα A.Ag.1332 (lyr.), cf. PLond.ined.1821.

Spanish (DGE)

(δακτῠλόδεικτος) -ον
1 señalado con el dedo, famoso δακτυλοδείκτων δ' οὔτις ἀπειπὼν εἴργει μελάθρων de los señalados techos nadie lo aleja con su veto A.A.1332.
2 dedo que señala e.e. dedo índice, Gloss.Pap. en PRain.18.256.306 (VI d.C.).

German (Pape)

[Seite 520] auf den man mit Fingern zeigt, berühmt; δακτυλοδεικτῶν (Conj. δακτυλόδεικτον) δ' οὔτις ἀπειπὼν εἴργει μελάθρων, was Lob. paralipp. 497 für das particip. nimmt, manum intentans, qui est gestus obnuentium, Aesch. Ag. 1305.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
que l'on montre du doigt, célèbre.
Étymologie: δάκτυλος, δείκνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δακτυλόδεικτος -ον [δάκτυλος, δείκνυμι] met de vinger aangewezen, beroemd.

Russian (Dvoretsky)

δακτῠλόδεικτος: указываемый пальцами, т. е. известный, знаменитый Aesch.

Greek Monolingual

δακτυλόδεικτος, -ον (AM)
εκείνος τον οποίο δείχνουν με το δάχτυλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος + -δεικτος < δείκνυμι.

Greek Monotonic

δακτῠλόδεικτος: -ον (δείκνυμι), αυτός που υποδεικνύεται με το δάχτυλο, δαχτυλοδειχτούμενος, διακεκριμένος, Λατ. digito monstratus, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

δακτῠλόδεικτος: -ον, ὁ διὰ τοῦ δακτύλου δεικνυόμενος, τὸ Ὁμηρ. ἀριδείκετος (πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου digito monstrari), Αἰσχύλ. Ἀγ. 1332.

Middle Liddell

δείκνυμι
pointed at with the finger, Lat. digito monstratus, Aesch.