μυροβάλανος: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ἡ) :<br />myrobolan, sorte de parfum.<br />'''Étymologie:''' [[μύρον]], [[βάλανος]]. | |btext=ου (ἡ) :<br />[[myrobolan]], [[sorte de parfum]].<br />'''Étymologie:''' [[μύρον]], [[βάλανος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:20, 8 January 2023
English (LSJ)
ἡ, = βάλανος μυρεψική, Dsc.1.109, J.BJ4.8.3, Cels.6.2, Aret.CA2.6, Philum. ap. Orib.45.29.59, Ostr. 297 (ii A. D.), PLond.1.119.80, etc.
German (Pape)
[Seite 221] ἡ, die auch βάλανος μυρεψική heißt, glans unguentaria, vielleicht die Behennuß, aus der ein zu wohlriechenden Salben gebrauchtes Oel, βαλάνινον ἔλαιον, gepreßt wurde, Arist. plant. 2, 10 u. sp. Medic.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
myrobolan, sorte de parfum.
Étymologie: μύρον, βάλανος.
Russian (Dvoretsky)
μῠροβάλᾰνος: (βᾰ) ἡ миробалан (предполож. плод бегена - Moringa oleifera, - масло которого употреблялось для приготовления благовонных мазей) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
μῠροβάλᾰνος: ἡ, Λατ. glans unguentaria, ἀρωματικόν τι κάρυον, ἐξ οὗ τὸ βαλάνινον ἔλαιον, ὃ μετεχειρίζοντο οἱ μυρεψοί, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 10, 7, Διοσκ. 2. 148· πρβλ. μυρεψικός. II. μυροβάλανοι ἐν τῇ νεωτέρᾳ Ἑλληνικῇ οἱ καρποὶ τοῦ φυτοῦ Phyllanthus emblica.
Greek Monolingual
η (ΑΜ μυροβάλανος)
είδος αρωματικού καρυδιού από το οποίο εξάγονται το βαλάνινο έλαιο και το οποίο, γενικά, χρησιμοποιούσαν οι μυρεψοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + βάλανος «βελανίδι»].