σκιρός: Difference between revisions

From LSJ

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />dur, endurci.<br />'''Étymologie:''' [[σκῖρος]].
|btext=ά, όν :<br />[[dur]], [[endurci]].<br />'''Étymologie:''' [[σκῖρος]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:35, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῑρός Medium diacritics: σκιρός Low diacritics: σκιρός Capitals: ΣΚΙΡΟΣ
Transliteration A: skirós Transliteration B: skiros Transliteration C: skiros Beta Code: skiro/s

English (LSJ)

ά, όν, hard, of tempered iron, Sch.S.Aj.651; cancerous, νοσήματα Them.Or.8.110c: metaph., σκιροὺς θεούς (v.l. for σκληροὺς) Plu.2.421d (ap. Eus.PE5.5, σκιρροὺς ap. Theodoret.); σ. γέροντες dub. cj. for σκληροὶ in Longus 2.14.

German (Pape)

[Seite 900] statt σκιῤῥός, zw.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
dur, endurci.
Étymologie: σκῖρος.

Russian (Dvoretsky)

σκιρός: досл. твердый, жесткий, перен. неумолимый (θεοί Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

σκιρός: ἢ σκιρρός (ἴδε σκῖρος ἐν τέλει), ά, όν, σκληρός, νοσήματα Θεμίστ. 110C· μεταφορ. σκιρροί θεοὶ (διάφορ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ σκληροὶ) Πλούτ. 2. 421 Ε, παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 1881)· γέροντες Schäf. εἰς Λόγγ. σ. 364.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α σκῑρος
1. (για βαμμένο σίδηρο) σκληρός
2. (για νόσο) καρκινοειδής
3. μτφ. (για άνθρωπο ή θεό) σκληρός, ανήλεος.