ἀποσκυδμαίνω: Difference between revisions
τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart
m (Text replacement - "τινι" to "τινι") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=[[s'irriter contre]], | |btext=[[s'irriter contre]], τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[σκυδμαίνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 19:49, 8 January 2023
English (LSJ)
to be enraged with, μὴ . . ἀποσκύδμαινε θεοῖσι Il.24.65.
Spanish (DGE)
irritarse contra μὴ ... ἀποσκύδμαινε θεοῖσιν Il.24.65.
German (Pape)
[Seite 325] heftig grollen, zürnen, τινί Il. 24. 65.
French (Bailly abrégé)
s'irriter contre, τινι.
Étymologie: ἀπό, σκυδμαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσκυδμαίνω: сердиться, гневаться (τινί Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσκυδμαίνω: ὀργίζομαι σφοδρῶς κατά τινος, Ἥρη, μὴ δὴ πάμπαν ἀποσκύδμαινε θεοῖσιν, ὀργίζου ἢ ἐπιμέμφου, Ἰλ. Ω. 65, «ἀποσκύδμαινε· ὀργίζου, χολοῦ, μέμφου» Ἡσύχ.
English (Autenrieth)
be utterly indignant at; τινί, imp., Il. 24.65†.
Greek Monolingual
(ΑΜ ἀποσκυδμαίνω και -σκύζω) σκυδμαίνω
είμαι υπερβολικά οργισμένος με κάποιον.