πολυσχήμων: Difference between revisions

From LSJ

ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ονος (ὁ, ἡ)<br />qui se présente sous plusieurs aspects.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[σχῆμα]].
|btext=ονος (ὁ, ἡ)<br />[[qui se présente sous plusieurs aspects]].<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[σχῆμα]].
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 10:55, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυσχήμων Medium diacritics: πολυσχήμων Low diacritics: πολυσχήμων Capitals: ΠΟΛΥΣΧΗΜΩΝ
Transliteration A: polyschḗmōn Transliteration B: polyschēmōn Transliteration C: polyschimon Beta Code: polusxh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. onos, of many shapes, varied in form, Placit.1.14.4, Poll.6.171, Artem.1.2: Sup. -σχημονέστατος Str.2.5.18. Adv. -μόνως Poll.4.98.

German (Pape)

[Seite 674] ονος, vielgestaltig, Sp.; auch adv. πολυσχημόνως, Poll. 4, 98.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ, ἡ)
qui se présente sous plusieurs aspects.
Étymologie: πολύς, σχῆμα.

Greek (Liddell-Scott)

πολυσχήμων: -ον, ὁ ἐκ πολλῶν σχημάτων ἀποτελούμενος, ποικίλος τὸ σχῆμα, τὴν μορφήν, Στράβ. 121, Πολυδ. Ϛ΄, 171. Ἐπίρρ. -μόνως, Πολυδ. Δ΄, 98.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που παρουσιάζει ποικιλία ως προς το σχήμα ή ως προς τη μορφή, ο πολύμορφος.
επίρρ...
πολυσχημόνως Α
με πολυσχήμονα τρόπο, με πολυμορφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. μεγαλο-σχήμων].

Greek Monotonic

πολυσχήμων: -ον (σχῆμα), αυτός που έχει πολλά σχήματα, ποικίλος στις μορφές, σε Στράβ.

Middle Liddell

πολυ-σχήμων, ον, σχῆμα
of many shapes, varied in form, Strab.