σύμπνοος: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=οος, οον;<br />animé d'un même souffle.<br />'''Étymologie:''' [[συμπνέω]].
|btext=οος, οον;<br />[[animé d'un même souffle]].<br />'''Étymologie:''' [[συμπνέω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 11:05, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμπνοος Medium diacritics: σύμπνοος Low diacritics: σύμπνοος Capitals: ΣΥΜΠΝΟΟΣ
Transliteration A: sýmpnoos Transliteration B: sympnoos Transliteration C: sympnoos Beta Code: su/mpnoos

English (LSJ)

ον, contr. σύμπνους, ουν, (πνοή concordant, Plu.2.574e; agreeing with, in accord with, τινι AP6.227 (Crin.), 11.372 (Agath.); accordant, Plu.2.618d, Aret.SA1.10, etc.; animated by one spirit, σ. καὶ σύρρουν ἐστὶ τὸ σῶμα Gal.Nat.Fac.1.12; animated by a common πνεῦμα, κόσμος σ. αὑτῷ Chrysipp.Stoic.2.264.

German (Pape)

[Seite 988] zsgzgn σύμπνους, mit einander oder zusammen hauchend, blasend, εὐμαθίῃ σύμπνοος κλαμος Crinag. 4 (VI, 227); übertr., übereinstimmend, sich vereinigend, σύμπνουν καὶ σημπαθῆ αὐτὸν ἑαυτῷ ὄντα Plut. de fat. 11.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
animé d'un même souffle.
Étymologie: συμπνέω.

Russian (Dvoretsky)

σύμπνοος: стяж. σύμπνους 2 единодушный, проникнутый единством (ὁ κόσμος Plut.): σ. τινι Anth. единодушный с кем(чем)-л.

Greek (Liddell-Scott)

σύμπνοος: -ον, συνῃρ. -πνους, ουν, (πνοὴ) ὁ ζωογονούμενος διὰ τῆς αὐτῆς πνοῆς, Πλούτ. 2. 574Ε· ὁ συμφωνῶν μετά τινος, σύμφωνος, τινι Ἀνθ. Π. 6. 227., 11. 372· σύμφωνος, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 10, Πλούτ., κλπ.

Greek Monotonic

σύμπνοος: -ον, συνηρ. -πνους, -ουν (συμπνέω), αυτός που αναπνέει από κοινού, που συμφωνεί με, ομόγνωμος, ομόψυχος, τινι, σε Ανθ.