λαρυγγόφωνος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class=sense><p><span class="bld">A<\/span> <b class='b2'>(.*)(<\/b>)" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=laryngofonos | |Transliteration C=laryngofonos | ||
|Beta Code=laruggo/fwnos | |Beta Code=laruggo/fwnos | ||
|Definition=ον, | |Definition=ον, [[sounding from the throat]], <span class=bibl>Sopat.16</span></span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:14, 8 February 2023
English (LSJ)
ον, sounding from the throat, Sopat.16.
German (Pape)
[Seite 17] der Kehlstimme ähnlich, Sopat. bei Ath. IV, 175 c.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰρυγγόφωνος: -ον, ἔχων φωνὴν λαρυγγίζουσαν, Σώπατρ. παρ’ Ἀθην. 175C.
Greek Monolingual
-ή, -ο (Α λαρυγγόφωνος, -ον)
1. αυτός που η φωνή του λαρυγγίζει
2. αυτός που εκφωνείται με τον λάρυγγα («λαρυγγόφωνα σύμφωνα» — οι λαρυγγικοί φθόγγοι)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το λαρυγγόφωνο
τεχνολ. μικροφωνική συσκευή που εφαρμόζεται εξωτερικά στον τράχηλο και λειτουργεί αποκλειστικά με τις δονήσεις του λάρυγγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάρυγξ, -υγγος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ξενόφωνος, τραυλόφωνος].