σάλαγξ: Difference between revisions

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "σκεῡ" to "σκεῦ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἰχθὺς]] ἀγαθὸς καὶ μεταλλικὸν σκεῡος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάλαξ]], -<i>ακος</i> «[[κόσκινο]] τών μεταλλουργών», με εκφραστικό έρρινο [[ένθημα]] -<i>γ</i>-].
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἰχθὺς]] ἀγαθὸς καὶ μεταλλικὸν σκεῦος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάλαξ]], -<i>ακος</i> «[[κόσκινο]] τών μεταλλουργών», με εκφραστικό έρρινο [[ένθημα]] -<i>γ</i>-].
}}
}}

Latest revision as of 10:52, 9 February 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάλαγξ Medium diacritics: σάλαγξ Low diacritics: σάλαγξ Capitals: ΣΑΛΑΓΞ
Transliteration A: sálanx Transliteration B: salanx Transliteration C: salanks Beta Code: sa/lagc

English (LSJ)

ἰχθῦς ἀγαθός, καὶ μεταλλικὸν σκεῦος, Hsch. (Cf. σάλαξ, σηλαγγεύς.)

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἰχθὺς ἀγαθὸς καὶ μεταλλικὸν σκεῦος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάλαξ, -ακος «κόσκινο τών μεταλλουργών», με εκφραστικό έρρινο ένθημα -γ-].