λιποτάξιον: Difference between revisions

From LSJ

ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''λῐποτάξιον:''' τό = [[λιποταξία]]: [[λιποταξίου]] [[γραφή]] Plat., Dem. обвинение в дезертирстве.
|elrutext='''λῐποτάξιον:''' τό = [[λιποταξία]]: [[λιποταξίου]] [[γραφή]] Plat., Dem. [[обвинение в дезертирстве]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λῐπο-ταξίου, [[γραφή]], ἡ,<br />λῐπο-ταξίου [[γραφή]], ἡ, an [[indictment]] for [[desertion]], Plat., Dem.
|mdlsjtxt=λῐπο-ταξίου, [[γραφή]], ἡ,<br />λῐπο-ταξίου [[γραφή]], ἡ, an [[indictment]] for [[desertion]], Plat., Dem.
}}
}}

Revision as of 16:17, 25 April 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐποτάξιον Medium diacritics: λιποτάξιον Low diacritics: λιποτάξιον Capitals: ΛΙΠΟΤΑΞΙΟΝ
Transliteration A: lipotáxion Transliteration B: lipotaxion Transliteration C: lipotaksion Beta Code: lipota/cion

English (LSJ)

τό, desertion, λ. διαπεπραγμένοι Ph.2.132:—elsewhere in gen. λιποταξίου γραφή, indictment for desertion, Pl.Lg.943d, D.21.103; ἔνοχος λιποταξίου Lys.14.5; τὰ δ' ἐγχέλεια γράψομαι λιποταξίου, Com. phrase, Antiph.129.9, cf. Pl.Com.7, Ar.Fr.808, v. Poll.8.42.

Greek Monolingual

λιποτάξιον, τὸ (Α) λιποτάκτης
1. λιποταξία
2. φρ. «λιποταξίου ή (λιποστρατίου) γραφή» — καταγγελία εναντίον κάποιου που εγκατέλειψε τον στρατό.

Russian (Dvoretsky)

λῐποτάξιον: τό = λιποταξία: λιποταξίου γραφή Plat., Dem. обвинение в дезертирстве.

Middle Liddell

λῐπο-ταξίου, γραφή, ἡ,
λῐπο-ταξίου γραφή, ἡ, an indictment for desertion, Plat., Dem.