uitademing: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
(Created page with "{{nlel |nleltext=ἀασμός, ἀνάδοσις, ἀναθυμίασις, ἀναπνοή, ἀναφορά, ἀναφύσημα, [[ἀνίμησις]...")
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{nlel
{{nlel
|nleltext=[[ἀασμός]], [[ἀνάδοσις]], [[ἀναθυμίασις]], [[ἀναπνοή]], [[ἀναφορά]], [[ἀναφύσημα]], [[ἀνίμησις]], [[ἀπόκρισις]], [[ἀποπνοή]], [[ἀπόπνοια]], [[ἀπορροή]], [[ἀπόρροια]], [[ἀποφορά]], [[ἀστμή]], [[ἀτμίς]], [[ἀτμός]], [[αὖρα]], [[διαφύσησις]], [[διεκπνοὴ]], [[εἰσπνοή]], [[ἐκθυμίασις]], [[ἐκκφύσησις]], [[ἔκπνευσις]], [[ἐκπνοή]], [[ἔξασθμα]], [[ἐπαναφορά]], [[εὔπνοια]], [[πνεῦμα]], [[πνοή]]
|nleltext=[[ἀασμός]], [[ἀνάδοσις]], [[ἀναθυμίασις]], [[ἀναπνοή]], [[ἀναφορά]], [[ἀναφύσημα]], [[ἀνίμησις]], [[ἀπόκρισις]], [[ἀποπνοή]], [[ἀπόπνοια]], [[ἀπορροή]], [[ἀπόρροια]], [[ἀποφορά]], [[ἀστμή]], [[ἀτμίς]], [[ἀτμός]], [[αὔρα]], [[αὔρη]], [[διαφύσησις]], [[διεκπνοὴ]], [[εἰσπνοή]], [[ἐκθυμίασις]], [[ἐκκφύσησις]], [[ἔκπνευσις]], [[ἐκπνοή]], [[ἔξασθμα]], [[ἐπαναφορά]], [[εὔπνοια]], [[πνεῦμα]], [[πνοή]]
}}
}}

Latest revision as of 12:08, 4 May 2023