διαφύσησις
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A exhalation from the body, Arist.Pr.908a17 (pl.).
II distension by πνεῦμα, αἰδοίου Gal.7.266.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 aliento de los animales ὥστε αἵ τε περιττώσεις ἄπεπτοι καὶ δυσώδεις αὐτῶν (τῶν ζῴων) εἰσὶν καὶ διαφυσήσεις ὁμοίως Arist.Pr.908a17.
2 henchimiento de aire ὁ ... πριαπισμὸς οἴδησίς τε καὶ δ. ... τοῦ τῶν ἀρρένων αἰδοίου Gal.7.266.
German (Pape)
[Seite 612] ἡ, das Durchblasen, die Ausdünstung, Arist. Probl. 13, 4, im plur.
Greek (Liddell-Scott)
διαφύσησις: ἡ, ἐξάτμισις ἐκ τοῦ σώματος, Ἀριστ. Προβλ. 13. 4, 5.
Russian (Dvoretsky)
διαφύσησις: εως (ῡ) ἡ испарение (διαφυσήσεις δυσώδεις Arst.).