λαγώδων: Difference between revisions
From LSJ
καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λαγώδων]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει δόντια τα οποία πετάγονται [[προς]] τα έξω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαγώς]] <span style="color: red;">+</span> [[ὀδών]], ιων. τ. [[αντί]] [[ὀδούς]] ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[λαγώδων]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει δόντια τα οποία πετάγονται [[προς]] τα έξω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαγώς]] <span style="color: red;">+</span> [[ὀδών]], ιων. τ. [[αντί]] [[ὀδούς]] ([[πρβλ]]. [[αμφώδων]]). Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει]. | ||
}} | }} |