ευκύμαντος: Difference between revisions

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐκύμαντος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που κυμαίνεται, που κυματίζει εύκολα<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που αναπηδά όπως το [[κύμα]], ο [[βίαιος]], ο [[ισχυρός]] («εὐκύμαντον εἰς θυμόν», <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κυμαντος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κυμαίνω]])<br />[[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>κύμαντος</i>].
|mltxt=[[εὐκύμαντος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που κυμαίνεται, που κυματίζει εύκολα<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που αναπηδά όπως το [[κύμα]], ο [[βίαιος]], ο [[ισχυρός]] («εὐκύμαντον εἰς θυμόν», <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κυμαντος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κυμαίνω]])<br />[[πρβλ]]. [[ακύμαντος]]].
}}
}}

Latest revision as of 06:48, 8 May 2023

Greek Monolingual

εὐκύμαντος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που κυμαίνεται, που κυματίζει εύκολα
2. μτφ. αυτός που αναπηδά όπως το κύμα, ο βίαιος, ο ισχυρός («εὐκύμαντον εἰς θυμόν», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κυμαντος (< κυμαίνω)
πρβλ. ακύμαντος].