ευαλσής: Difference between revisions

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐαλσής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει ωραία άλση («[[νησίον]] εὐαλσές», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αλσής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άλσος]]), [[πρβλ]]. <i>κατ</i>-<i>αλσής</i>].
|mltxt=[[εὐαλσής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει ωραία άλση («[[νησίον]] εὐαλσές», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αλσής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άλσος]]), [[πρβλ]]. [[καταλσής]]].
}}
}}

Latest revision as of 06:55, 8 May 2023

Greek Monolingual

εὐαλσής, -ές (Α)
αυτός που έχει ωραία άλση («νησίον εὐαλσές», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αλσής (< άλσος), πρβλ. καταλσής].